Αναβαθμίσεις λόγω νέου πτωχευτικού περιμένουν οι τράπεζες
Σήμα για αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών εκτιμάται ότι θα δώσει η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου στο β’ τρίμηνο του 2021.
Όπως αναφέρει και η Τράπεζα της Ελλάδος, το νέο πτωχευτικό πλαίσιο βελτιώνει την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών από μη βιώσιμες επιχειρήσεις παίρνοντας τη θέση τους δυναμικές εταιρείες. Ταυτόχρονα, όπως πρόσφατα ανέφερε, σε συζήτηση που διοργάνωσε ο ΙΟΒΕ, ο CEO της Eurobank κ. Φωκίων Καραβίας, η μείωση των κόκκινων δανείων σε επίπεδα 5-8% λαμβάνεται υπόψη από τους οίκους αξιολόγησης στις αναβαθμίσεις. Υπενθυμίζεται ότι σήμερα βρίσκονται στο 36% με στόχο να πέσουν σε μονοψήφια ποσοστά και μάλιστα κάτω του 5% μέχρι το 2022, σύμφωνα με τη νέα κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο νέος πτωχευτικός θα βοηθήσει στη μείωση των κόκκινων δανείων από τον Απρίλιο και μετά, όταν αναμένεται να εφαρμοστεί, καθώς εκκρεμούν αρκετές κοινές υπουργικές αποφάσεις. Ταυτόχρονα, ο Ηρακλής και το δίκτυο εθνικών κακών τραπεζών κατά τα πρότυπα που έχει εισηγηθεί η Τράπεζα της Ελλάδος θα μειώσουν τα κόκκινα δάνεια (πρόταση που στηρίζει ο SSM και υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή).
Ταυτόχρονα, η αναμενόμενη αναβάθμιση θα προκύψει από την περιοδική αξιολόγηση του δείκτη αφερεγγυότητας από τον ΟΟΣΑ, ο οποίος διαπιστώνει βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς (2010-2017). Από τις αλλαγές του νέου πτωχευτικού νόμου εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα ενισχυθεί κατά εννέα θέσεις, ceteris paribus. Διότι, η μεταρρύθμιση στο πτωχευτικό δίκαιο συμβάλλει τόσο στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων όσο και σε πιο αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων με άμεσα θετικές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, μελέτες τεκμηριώνουν τη σύνδεση της χρηματοοικονομικής θέσης των τραπεζών και των πλαισίων αφερεγγυότητας, καθώς και τη συμβολή και των δύο στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Για να μειωθεί το πρόβλημα των μη οικονομικά βιώσιμων εταιριών, είναι απαραίτητο οι ισολογισμοί των τραπεζών να είναι ισχυροί, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη μέτρων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εξάλλου, η επιτυχία των προσπαθειών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων περιορίζεται όταν τα καθεστώτα αφερεγγυότητας εμποδίζουν την αποτελεσματική αναδιάρθρωση, δυσχεραίνοντας την έναρξη των σχετικών διαδικασιών ή επιμηκύνοντας τη διάρκειά τους.
Μάλιστα, ασθενέστερες τράπεζες έχουν σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες να συσχετίζονται με μη βιώσιμες εταιρείες. Με βάση το δείκτη τραπεζικής υγείας, που αποτελείται από την πρώτη κοινή συνιστώσα (first principal component) επιμέρους δεικτών του ισολογισμού και της κατάστασης των αποτελεσμάτων χρήσεως, εκτιμάται ότι οι αδύναμες τράπεζες έχουν 13-19% υψηλότερη πιθανότητα σύνδεσης με μη βιώσιμες επιχειρήσεις, σε σύγκριση με υγιείς τράπεζες.
Επιπρόσθετα, η παρουσία των μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου, ειδικά σε κλάδους που είναι εκτεθειμένοι σε ασθενέστερες τράπεζες. Αυτά τα ευρήματα είναι σημαντικά, δεδομένου ότι η εσφαλμένη κατανομή κεφαλαίων εμφανίζεται ως βασική εξήγηση της επιβράδυνσης της παραγωγικότητας σε ορισμένες χώρες.
Αξιολόγηση ΟΟΣΑ
Με βάση τα κριτήρια του δείκτη του ΟΟΣΑ, το ελληνικό πτωχευτικό πλαίσιο βελτιώθηκε σημαντικά από το 2010 έως το 2016, αλλά συνέχισε να υστερεί στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο 2015-2018 κήρυξαν πτώχευση μόλις 513 επιχειρήσεις.
Το νέο πλαίσιο βοηθά στη γρηγορότερη και ομαλότερη πτώχευση και εκκαθάριση μη βιώσιμων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να απελευθερώνονται κεφάλαια σε επιχειρήσεις που με αναδιαρθρώσεις και χρηματοδοτήσεις μπορούν να γίνουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές. Πρόκειται για το λεγόμενο περιθώριο εξόδου, το οποίο αποτυπώνει το βαθμό ευκολίας στην έξοδο επιχειρήσεων, λόγω π.χ. χρεοκοπίας. Λειτουργεί αποτελεσματικά όταν αποχωρούν από την αγορά επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας και οι πόροι τους ανακατανέμονται σε πιο παραγωγικές επιχειρήσεις με συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας στην οικονομία. Αλληλεπιδρά με το περιθώριο εισόδου το οποίο αφορά την είσοδο νέων δυναμικών επιχειρήσεων.
Απασχόληση
Παρόλο που η γρηγορότερη εκκαθάριση προβληματικών επιχειρήσεων είναι μεσοπρόθεσμα επιθυμητή, είναι πιθανό να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε απώλεια θέσεων εργασίας. Αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, ούτως ώστε η απορρόφηση των εργαζομένων από άλλες επιχειρήσεις να είναι ταχεία, καθώς και παθητικών πολιτικών απασχόλησης, ούτως ώστε τα ενισχυθούν τα εισοδήματα των πληττόμενων εργαζομένων μέχρι τη μετακίνησή τους σε νέες θέσεις εργασίας.
Η έξοδος μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων αναμένεται να διευκολύνει την τεχνολογική αναπροσαρμογή, μετά το σοκ της πανδημίας, η οποία συνεπάγεται και αναδιανομή πόρων σε νέους κλάδους, με αποτέλεσμα την εξομάλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας στην αγορά εργασίας και στην παραγωγή, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε υφέσεις που πλήττουν περισσότερο συγκεκριμένους κλάδους, αφού η αναντιστοιχία δεξιοτήτων καθιστά την ανακατανομή εργαζομένων πιο χρονοβόρα.
Το νέο πλαίσιο
Ο νέος πτωχευτικός νόμος ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 2019/1023 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που έχει σκοπό την εναρμόνιση των πλαισίων αφερεγγυότητας στην ΕΕ. Ο νόμος επανακαθορίζει και αποσαφηνίζει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης, μεταξύ άλλων εισάγοντας τεκμήρια ως προς την ύπαρξη παύσης πληρωμών, σε περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα για χρονική περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών. Και υπό την προϋπόθεση η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωση που αντιστοιχεί στο 40% των συνολικών ληξιπρόθεσμων προς τον αντίστοιχο φορέα και στο σύνολό της υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.
Ταυτόχρονα, ο νέος νόμος περιέχει ρυθμίσεις και περιγράφει τις διαδικασίες που αποσκοπούν στην πρόληψη της αφερεγγυότητας των οφειλετών, ενώ επίσης για πρώτη φορά θεσμοθετεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπερβάλλον χρέος, μετά τη ρευστοποίηση της περιουσίας του. Ειδικότερα, προβλέπεται η δυνατότητα:
(α) πρόσβασης των οφειλετών σε σαφή και διαφανή εργαλεία έγκαιρης προειδοποίησης (π.χ. ηλεκτρονικός μηχανισμός προειδοποίησης),
(β) προσφυγής σε εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών με πρωτοβουλία των πιστωτών ή κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και συναίνεσής τους και
(γ) κίνησης προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης της επιχείρησης.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο απλοποιεί και επιταχύνει τις διαδικασίες εξυγίανσης των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων που κρίνονται βιώσιμες. Επιπροσθέτως αποσκοπεί στην απλοποίηση των διαδικασιών για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων πτωχευμένων επιχειρήσεων, με στόχο την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών.
Ειδικά στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία είναι αναγκαία η ταχεία αναδιάρθρωση χρέους βιώσιμων εταιριών και η ομαλή εκκαθάριση μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων, το νέο πλαίσιο είναι κρίσιμο εργαλείο που θα αυξήσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών τραπεζών στην πανδημία και, εφόσον εφαρμοστεί αποτελεσματικά, θα συμβάλει στη μείωση του χρόνου που απαιτείται τόσο από τις εξωδικαστικές όσο και από τις δικαστικές διαδικασίες για την εξυγίανση ή εκκαθάριση των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους.