Το φαινόμενο των «φτωχών εργαζομένων» παίρνει μεγάλες διαστάσεις

Με την πανδημία του νέου κοροναϊού να παραμένει στη ζωή μας, προκαλώντας συνέπειες, όχι μόνο στην υγεία, αλλά και στην τσέπη μας, απαισιόδοξα είναι τα στοιχεία για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, καθώς πολλοί εξ αυτών στερούνται βασικά αγαθά και υπηρεσίες και, μάλιστα, όχι μόνο τα φτωχά νοικοκυριά, αλλά – σε κάποιες περιπτώσεις – ακόμη και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού.

 

Παράλληλα, αρνητικό ήταν το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης τον μήνα Αύγουστο, όπως προέκυψε από τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», καταγράφοντας μείωση της μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.

ΕΛΣΤΑΤ: Το 40% του μη φτωχού πληθυσμού στερείται βασικά αγαθά και υπηρεσίες

Η συντριπτική πλειονότητα των φτωχών νοικοκυριών, αλλά και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μη φτωχών, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της στέρησης βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική στέρηση το 2020, προκύπτει ότι το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 395 ευρώ.

Ως βασικές ανάγκες και υπηρεσίες, ορίζονται η πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, η κάλυψη εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, η πληρωμή για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, και βασικά αγαθά, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αποπληρωμή δανείων ή αγορών με δόσεις, πληρωμή πάγιων λογαριασμών.

Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής:

  • Tο 6,2% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.).
  • Tο 4,9% διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.).
  • Tο 8,6% διαμένει σε ενοικιασμένη κατοικία.
  • Tο 8,1% διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία.

Το 45,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%.

Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ανέρχεται σε 17,1%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 39,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12,4%.

Κόστος στέγασης και εισόδημα

Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 33,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 83,4% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 22,5%.

Το 43,7% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.

Το 50,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.

Το 71,6% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 2.000 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.915 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.018 ευρώ.

Αναψυχή και τεχνολογία

Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες – για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω – προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

  • Το 13,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 31,4% και 9,4%.
  • Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 49% και 22,4%.
  • Το 37,2% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 65,4% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 31,3% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
  • Το 4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 12,3% και 2,3%.

Υγεία και δυσκολίες

Σχετικά με την υγεία του πληθυσμού, ηλικίας 16 ετών και άνω, προκύπτουν τα εξής:

  • Το 6,7% δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,7% μέτρια, ενώ το 78,6% πολύ καλή ή καλή υγεία.
  • Το 23,7% έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
  • Το 9,8% για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,6% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
  • Το 25,6% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51,2% και 20,9%, αντίστοιχα.
  • Το 36,9% ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 10% και 51,2%.
  • Το 30,5% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 56,1% και 26,3%. Το 22,4% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Η ακρίβεια επιδεινώνει το πρόβλημα της φτώχειας στην Ελλάδα

Η αναπροσαρμογή των έμμεσων φόρων, ειδικά του ΦΠΑ, και ο αποτελεσματικός έλεγχος αθέμιτων πρακτικών αισχροκέρδειας στην αγορά θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποτροπή των πληθωριστικών πιέσεων και της υποβάθμισης του εισοδήματος και των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα, σύμφωνα με το τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Αν και η αποκατάσταση των ανισορροπιών προσφοράς-ζήτησης στις αλυσίδες προμηθειών και η πρόσφατη επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης, πιθανά, να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει ο κίνδυνος οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις να καταστούν πιο επίμονες, εκτιμά το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα και με δεδομένη την αβεβαιότητα για τον τερματισμό της πανδημίας, μια τέτοια εξέλιξη, όχι μόνο θα εξανεμίσει την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022, αλλά θα πλήξει οριζόντια και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και νοικοκυριών.

Κίνδυνος φτώχειας και συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα

Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η αύξηση των τιμών λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία τα νοικοκυριά βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική κατάσταση, αφού ούτε τα εισοδήματα, ούτε τα ποσοστά απασχόλησης και φτώχειας έχουν ανακάμψει από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην οικονομία.

Είναι ενδεικτικό ότι, το 2020, το ποσοστό των πολιτών, άνω των 18 ετών, που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης, διαμορφώθηκε στο 15,9%, ανακόπτοντας την τάση αποκλιμάκωσης του συγκεκριμένου δείκτη που καταγράφεται στη χώρα μας από το 2017 και μετά. 

Εργάνη: Ο Αύγουστος έφερε περισσότερες απολύσεις

Αρνητικό ήταν το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης τον μήνα Αύγουστο, όπως προέκυψε από τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ».

Όπως απεικονίζεται στον Πίνακα Ι, κατά το μήνα Αύγουστο 2021 καταγράφεται μείωση της μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, καθώς προκύπτει αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων κατά 9.875 θέσεις εργασίας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία των ροών μισθωτής απασχόλησης του Αυγούστου 2021, οι αναγγελίες πρόσληψης ανήλθαν σε 183.068, ενώ οι αποχωρήσεις σε 192.943.

Από τις 192.943 συνολικά αποχωρήσεις, οι 98.780 προήλθαν από οικειοθελείς αποχωρήσεις και οι 94.163 από καταγγελίες συμβάσεων αορίστου χρόνου ή λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Από τη σύγκριση των στοιχείων των δύο μηνών, Αύγουστος 2021 και Αύγουστος 2020, προκύπτει μειωμένη επίδοση κατά 14.217 λιγότερων θέσεων εργασίας για τον Αύγουστο 2021 (αρνητικό ισοζύγιο 9.875 θέσεων εργασίας) έναντι θετικού ισοζυγίου (4.342) τον Αύγουστο του 2020. 

Η περιφέρεια Αττικής «κρατά τα σκήπτρα» των αποχωρήσεων, συγκριτικά με τις αναγγελίες πρόσληψης τον Αύγουστο του 2021, ενώ ακολουθούν οι περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας.

Στον αντίποδα, περισσότερες προσλήψεις, παρά αναχωρήσεις, είχαμε στις περιφέρειες Κρήτης, Νοτίου Αιγαίου, Ιονίων Νήσων και Δυτικής Μακεδονίας. 

Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που απεικονίζονται στον παρακάτω πίνακα (IV) για τις προσλήψεις του οκταμήνου (Ιανουάριος – Αύγουστος 2021), ανά είδος σύμβασης εργασίας.

Όπως προκύπτει, ενώ για όλους τους μήνες οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης υπερτερούν εκείνων της μερικής ή της εκ περιτροπής απασχόλησης, κάτι που είναι σαφώς θετικό, ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές αυξομειώσεις από μήνα σε μήνα, που σχετίζονται – σε ένα βαθμό – και με την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν.

Έτσι, τον Ιανουάριο του 2021 είχαμε 64.813 προσλήψεις με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης, νούμερο που παρέμεινε πάνω-κάτω στα ίδια επίπεδα μέχρι και τον Μάρτιο-Απρίλιο 2021, αλλά από τον Μάιο μέχρι και τον Ιούλιου σημειώθηκε υπερδιπλασιασμός των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης.

Τον Αύγουστο του 2021, ωστόσο, οι προσλήψεις με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης «έπεσαν» στις 92.826, συγκριτικά με τον Ιούλιο που ανέρχονταν σε 147.668. 

Ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία αναφορικά με το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων, για τον Αύγουστο του 2021, ανά φύλο.

Σύμφωνα με αυτά, έγιναν 100.774 νέες προσλήψεις ανδρών και 110.207 απολύσεις.

Αντίστοιχα, προσλήφηκαν 82.294 γυναίκες και απολύθηκαν 82.736.