Τα τέσσερα «χαράτσια» που ανεβάζουν το φόρο έως και στο 54% του εισοδήματος
Έως και 4 διαφορετικά «χαράτσια», τα οποία καλύπτουν αθροιστικά από το 26% έως και το 54% των ετησίων εισοδημάτων που απέκτησαν το προηγούμενο έτος, καλούνται να καταβάλουν καί φέτος στην Εφορία όσοι φορολογούμενοι ασκούν ατομικά εμπορικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή ελευθέρια επαγγέλματα.
Το εξωφρενικό ύψος στο οποίο ανέρχονται και τη φετινή χρονιά οι φορολογικές επιβαρύνσεις επί των εισοδημάτων του προηγούμενου έτους, για όσους ασκούν ατομικά επιχειρηματικές δραστηριότητες προκύπτει από έναν αναλυτικό πίνακα παραδειγμάτων που παρουσιάζει το money-money.gr.
Ο πίνακας αυτός δείχνει, συγκεκριμένα, ότι οι φορολογούμενοι που ασκούν ατομικά εμπορικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και ελευθέρια επαγγέλματα καλούνται φέτος να πληρώσουν με τα εκκαθαριστικά των φορολογικών τους δηλώσεων ποσά φόρων που καλύπτουν από το 1/4 έως και πάνω από το 1/2 του συνολικού ετησίου φορολογητέου εισοδήματος του 2019!
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το φορολογητέο εισόδημα από την ατομική άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προσδιορίζεται σε εξωπραγματικό επίπεδο βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης. Στη συνέχεια, επί του πλασματικού εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων επιβάλλεται ο κύριος φόρος εισοδήματος με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ και μέχρι το επίπεδο των 20.000 ευρώ και με συντελεστές κλιμακούμενους από 29% έως 45% πάνω από το επίπεδο των 20.000 ευρώ. Κατόπιν, επί του κύριου φόρου εισοδήματος επιβάλλεται προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους με συντελεστή 100% επί του κύριου φόρους. Ταυτόχρονα, σε κάθε φορολογούμενο που ασκεί ατομική επιχείρηση για χρονικό διάστημα άνω των 5 ετών επιβάλλεται και τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για όσους αυτοαπασχολούμενους εμφανίζουν στην Εφορία ποσά ετησίου εισοδήματος άνω των 12.000 ευρώ. Οι φορολογούμενοι αυτοί θα κληθούν να καταβάλουν επιπλέον και ειδική εισφορά αλληλεγγύης 2,2%-10%.
Η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία έχει καταστεί πλέον εχθρική για όσους ασκούν ατομικά επιχειρηματικές δραστηριότητας καθώς προκαλεί υπέρμετρα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις ακόμη και σε περιπτώσεις που η δραστηριότητα αυτή δεν επιφέρει κέρδη αλλά ζημιές στο φορολογούμενο.
Aυτό το καθεστώς υπερφορολόγησης θα πάψει να υφίσταται από το 2021, όταν θα τεθούν σε πλήρη εφαρμογή οι διατάξεις του ν. 4646/2019 με τις οποίες επήλθαν ουσιαστικές αλλαγές επί τω δικαιότερω στον τρόπο υπολογισμού του φόρου εισοδήματος των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων.
Συγκεκριμένα, για τα εισοδήματα από μισθούς και επιχειρηματικές δραστηριότητες, ο κατώτερος φορολογικός συντελεστής 22% θα μειωθεί στο 9% μέχρι το επίπεδο ετησίου εισοδήματος των 10.000 ευρώ, ενώ οι συντελεστές φόρου 29%, 37% και 45% που επιβάλλονται πάνω από το επίπεδο ετησίου εισοδήματος των 20.000 ευρώ θα μειωθούν στο 28%, στο 36% και στο 44%, αντίστοιχα. Με το νέο αυτό ευνοϊκότερο καθεστώς θα φορολογηθούν το 2021 τα εισοδήματα του 2020.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία:
1) Κάθε φορολογούμενος που ασκεί ατομικά επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγής ή πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών οφείλει να καταβάλει φόρο, με βάση το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:
* του πραγματικού καθαρού εισοδήματός του, δηλαδή του καθαρού κέρδους, το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση των δαπανών της επιχείρησής του από τις εισπράξεις που έχει πραγματοποιήσει από την πώληση των προϊόντων του ή την παροχή των υπηρεσιών του
* του τεκμαρτού εισοδήματός του, το οποίο προσδιορίζεται με βάση το άθροισμα των αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης ή «τεκμηρίων διαβίωσης» (για τις κατοικίες, τα Ι.Χ. αυτοκίνητα, τις πισίνες, τα σκάφη αναψυχής και ορισμένα άλλα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει) και των δαπανών που τυχόν πραγματοποίησε για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (για την αγορά ακινήτων, Ι.Χ. αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής κ.λπ.).
Ουσιαστικά, σε κάθε περίπτωση εφόσον το πραγματικό εισόδημα είναι χαμηλότερο αυτού που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια, ο φόρος υπολογίζεται όχι επί του πραγματικού αλλά επί του υψηλότερου τεκμαρτού ποσού εισοδήματος. Ακόμη δε και σε περίπτωση που από την ατομική άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προκύπτει ζημία αντί για καθαρό κέρδος, γεγονός σύνηθες λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που έχουν προκαλέσει τα προηγούμενα καταστροφικά δημοσιονομικά μέτρα που επιβλήθηκαν στους Έλληνες πολίτες με τα μνημόνια, η ατομική επιχείρηση φορολογείται βάσει τεκμηρίων για μη πραγματικό, τεκμαρτό εισόδημα. Φορολογείται δηλαδή σαν να είχε καθαρά κέρδη, καθώς η ζημία δεν λαμβάνεται υπόψη!
2) Επί του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ πραγματικού και τεκμαρτού εισοδήματος επιβάλλεται φόρος εισοδήματος με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ! Αν το ποσό του φορολογητέου – πραγματικού ή τεκμαρτού – εισοδήματος είναι μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, τότε το πέραν των 20.000 ευρώ ποσό φορολογείται με συντελεστές 29% έως 45%.
3) Επί του φόρου εισοδήματος - που υπολογίζεται με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ και με 29%-45% για το τμήμα του εισοδήματος πάνω από τις 20.000 ευρώ – επιβάλλεται προκαταβολή φόρου εισοδήματος έναντι του επόμενου έτους, με συντελεστή 100%. Ουσιαστικά, ο κύριος φόρος εισοδήματος που υπολογίζεται με συντελεστές 22%-45% προσαυξάνεται περαιτέρω κατά 100%! Από το άθροισμα κύριου φόρου και προκαταβολής φόρου έναντι του επόμενου έτους αφαιρείται η προκαταβολή φόρου που πληρώθηκε πέρυσι και η οποία υπολογίστηκε με συντελεστή 100% επί του φόρου εισοδήματος του 2019.
4) Ο φορολογούμενος που ασκεί ατομικώς επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, ανεξαρτήτως του εάν δήλωσε καθαρά κέρδη ή ζημιές πρέπει να καταβάλει και φέτος τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ.
5) Αν το συνολικό φορολογητέο – πραγματικό ή τεκμαρτό - εισόδημα της ατομικής επιχείρησης υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ, τότε ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει και ειδική εισφορά αλληλεγγύης η οποία υπολογίζεται με συντελεστές κλιμακούμενους ως εξής:
-2,2% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από τα 12.001 έως τα 20.000 ευρώ,
-5% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 20.001 ως 30.000 ευρώ,
-6,5% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 30.001 ως 40.000 ευρώ,
-7,5% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 40.001 ως και 65.000 ευρώ,
-9% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος από 65.001 ως και 220.000 ευρώ και
-10% στο τμήμα ετησίου εισοδήματος πάνω από τα 220.000 ευρώ.