Ευρωζώνη: Σημαντικές ζημιές αναμένονται στις κεντρικές τράπεζες - Τι προβλέπεται για την ΤτΕ
Τις πρώτες σημαντικές ζημιές από τα προγράμματα αγορών ομολόγων της περασμένης 10ετίας θα ανακοινώσουν τις επόμενες εβδομάδες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης.
Οι ζημιές προκύπτουν επειδή έχουν αρχίσει να πληρώνουν υψηλότερο επιτόκιο για τις καταθέσεις που διατηρούν σε αυτές οι εμπορικές τράπεζες, σε σχέση με την απόδοση από τα ομόλογα που έχουν αγοράσει στο πλαίσιο του QE.
Με την ποσοτική χαλάρωση, η ΕΚΤ δημιούργησε ρευστότητα 5 τρις. ευρώ, μεγάλο μέρος της οποίας επέστρεψε στις εθνικές κεντρικές τράπεζες με τη μορφή καταθέσεων. Το επιτόκιο καταθέσεων ανέρχεται σήμερα στο 2,5%, ενώ η μέση απόδοση των ομολόγων που έχουν αγοράσει οι κεντρικές τράπεζες είναι μόλις 0,5%, σύμφωνα με τον Ντάνιελ Γκρος, στέλεχος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες.
Η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει τις ζημιές
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εκτιμάται ότι θα έχουν κεντρικές τράπεζες, όπως η Bundesbank, που είχαν αγοράσει μεγάλους όγκους ομολόγων με τις πολύ χαμηλές αποδόσεις που είχαν οι γερμανικοί τίτλοι. Από την άλλη πλευρά, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι πιθανό να αποφύγει τις ζημιές, επειδή έχει αγοράσει λιγότερα ομόλογα και με υψηλότερες αποδόσεις, σύμφωνα με το Bloomberg.
Οι ζημιές μπορεί να οδηγήσουν κάποιες τράπεζες να έχουν αρνητικά κεφάλαια, στον βαθμό που αυτές θα είναι μεγαλύτερες από τα ίδια κεφάλαιά τους.
Οι κυβερνήσεις δεν θα έχουν έσοδα από τις κεντρικές τράπεζες
Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να λειτουργούν με αρνητικά κεφάλαια και δεν κινδυνεύουν με χρεοκοπία καθώς αυτό που έχει σημασία είναι να επιτυγχάνουν τους στόχους της νομισματικής πολιτικής τους και όχι να παράγουν κέρδη.
Οι κανόνες της ΕΚΤ, πάντως, μπορεί να υποχρεώσουν τις κυβερνήσεις να διαθέσουν χρήματα για την ανακεφαλαιοποίηση των κεντρικών τραπεζών τους, ενώ δεν αποκλείεται να χρειαστεί βοήθεια και η ίδια η ΕΚΤ.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι κυβερνήσεις δεν θα έχουν τα μεγάλα έσοδα που είχαν τα τελευταία χρόνια από τα υπερκέρδη που ανακοίνωναν οι κεντρικές τράπεζες, κάτι που θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στον προϋπολογισμό τους.
Την Πέμπτη ο ισολογισμός της ΕΚΤ
Οταν η ΕΚΤ ανακοινώσει την Πέμπτη τον ισολογισμό της για το 2022, αναμένεται να προειδοποιήσει για μεγάλα ελλείμματα φέτος και το 2024 στην Ευρωζώνη.
Θα ακολουθήσει μία σειρά άλλων εθνικών κεντρικών τραπεζών, με τη Bundesbank να αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πλήγμα. Για το 2022 αναμένεται να καταγράψει μικρές ζημιές, οι οποίες θα αυξηθούν το 2023 στα 26 δις. ευρώ, εφόσον τα επιτόκια της ΕΚΤ δεν μειωθούν, σύμφωνα με τον Γκρος.
Μία τέτοια ζημιά θα εξάλειφε τα 20 δις. ευρώ των προβλέψεων της Bundesbank για ζημιές από το QE και τα 5 δις. ευρώ που είναι τα κεφάλαια και τα αποθεματικά της.
Ο Γκρος αναμένει ότι η Bundesbank θα προσπαθήσει «να διαπραγματευθεί αθόρυβα μία κεφαλαιακή ένεση από το Βερολίνο».
Για άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες αναμένει ζημιές το 2023, αλλά όχι τόσο μεγάλες για να «φάνε» τα κεφάλαιά τους. Ειδικότερα, εκτιμά ότι στην περίπτωση της Γαλλίας οι ζημιές θα ανέλθουν σε 17 δις. ευρώ, της Ιταλίας σε 9 δις. ευρώ και της Ολλανδίας σε 5 δις. ευρώ.
Αν τα επιτόκια μείνουν υψηλά και το 2024, τότε και η γαλλική και η ολλανδική κεντρική τράπεζα θα κινδυνεύσουν να βρεθούν με αρνητική κεφαλαιακή θέση.
«Τα αποτελέσματα θα γίνουν αρνητικά για πολλές τράπεζες ήδη από το 2022, λόγω της διαφοράς των επιτοκίων στο ενεργητικό και το παθητικό», δήλωσε ο διοικητής της πορτογαλικής κεντρικής τράπεζας, Μάριο Σεντένο, προσθέτοντας: «Χρηματοδοτούμαστε τώρα με υψηλότερα επιτόκια, τα οποία δεν είναι αντίστοιχα με την απόδοση των ομολόγων και άλλων μορφών χρέους στον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας».
Ζημιές – ρεκόρ της ελβετικής κεντρικής τράπεζας
Οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης δεν είναι οι μόνες στον κόσμο που εισέρχονται στην εποχή των ζημιών, με την περίπτωση της ελβετικής κεντρικής τράπεζας (SNB) να ξεχωρίζει για τις ζημιές – ρεκόρ που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα.
Η SNB δεν χρειάστηκε κεφαλαιακή ένεση μετά τις ζημιές που ανήλθαν στο ένα πέμπτο του ελβετικού ΑΕΠ, αλλά για δεύτερη φορά δεν έδωσε μέρισμα για τον κρατικό προϋπολογισμό.