«Κραχ ή πληθωρισμός» το δίλημμα για την ΕΚΤ μετά την Credit Suisse - Η κρίση αξιοπιστίας και οι αποφάσεις για τα επιτόκια
Ίσως τις πιο δύσκολες ανακοινώσεις της καριέρας της καλείται να κάνει σήμερα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η οποία πρέπει να αποφασίσει σχετικά με τη νέα αύξηση επιτοκίων την οποία είχε προαναγγείλει ήδη προ μηνός.
Τα μάτια όλου του «οικονομικού πλανήτη» θα είναι στην κυρία Κριστίν Λαγκάρντ σήμερα, καθώς οι αποφάσεις που θα ανακοινώσει και κάθε λέξη που εκστομίσει για τις ευρωπαϊκές τράπεζες μπορεί να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο «κραχ» και τη γενίκευση της κρίσης ή αντίθετα στην αποκατάσταση της ηρεμίας στις αγορές και στον τραπεζικό κλάδο στην Ευρώπη.
Η κατάσταση είναι κρίσιμη λόγω της νέας τραπεζικής κρίσης που ξεκίνησε ύστερα από την κατάρρευση της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, η οποία ήρθε λίγα 24ωρα μετά από εκείνην της καλιφορνέζικης Silicon Valley Bank.
Οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη τους τελευταίους μήνες αυξάνουν τα επιτόκια για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, αλλά το ακριβότερο χρήμα δημιουργεί πιέσεις στην αγορά, η οποία αναδεικνύει κρυμμένα προβλήματα και φέρνει σε δύσκολη θέση τους «αδύναμους κρίκους».
Το δίλημμα για τις κεντρικές τράπεζες τώρα, και πρώτα από όλα για την ΕΚΤ, είναι εάν θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια για να ρίξουν τον πληθωρισμό, διακινδυνεύοντας όμως να δουν κι άλλες τράπεζες ή εταιρείες του χρηματοπιστωτικού χώρου να «ραγίζουν» από την πίεση του ακριβότερου χρήματος και των ανακατατάξεων που φέρνει στην παγκόσμια αγορά.
Ή εάν, αντιθέτως, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα επιβραδύνουν ή θα σταματήσουν την άνοδο των επιτοκίων, για να πάρει μια «ανάσα» το σύστημα, βάζοντας όμως, έτσι, υπό αμφισβήτηση την ίδια την αξιοπιστία τους, για το κάτα πόσον μπορούν ταυτόχρονα να ελέγξουν τον πληθωρισμό και να διατηρήσουν τη συνοχή του τραπεζικού συστήματος.
Εάν για παράδειγμα η ΕΚΤ αποφασίσει σήμερα να αναστείλει την προαναγγελθείσα αύξηση, τότε θα μεταδώσει ένα «σήμα» ότι υπάρχει κίνδυνος για το τραπεζικό σύστημα, τροφοδοτώντας ίσως την αβεβαιότητα.
Άλλοι αναλυτές όμως πιστεύουν ότι εάν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια αύριο θα διαπράξει ένα μεγάλο ατόπημα, όπως είχε κάνει το 2011 ο τότε πρόεδρος Ζαν Κλοντ Τρισέ, ανεβάζοντας τα επιτόκια εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με αποτέλεσμα να βυθίσει την ευρωζώνη σε δεύτερη ύφεση πάνω που είχε αρχίσει να ανακάμπτει μετά το κραχ του 2008.
Είναι ενδεικτικό ότι στην αρχή της εβδομάδας, όταν στον ορίζοντα υπήρχε μόνο η κατάρρευση της SVB, οι πληροφορίες από την ΕΚΤ ήταν ότι επέμενε σε αύξηση μισής μονάδας η οποία είχε προαναγγελθεί εδώ και ένα μήνα.
Ύστερα όμως από την κατάρρευση και της Credit Suisse οι αναφορές άλλαξαν και άρχισε να γίνεται λόγος για μικρότερη αύξηση, κατά 0,25 της μονάδας.
Με άλλα λόγια, οι ανακοινώσεις της προέδρου της ΕΚΤ, κυρίας Κριστίν Λαγκάρντ σήμερα, μπορεί να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο «κραχ» ή την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις αγορές της Ευρώπης και όλου του πλανήτη.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα δυσκολότερη για την ΕΚΤ, διότι ήδη η αξιοπιστία της έχει τρωθεί τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς υποτίμησε το πρόβλημα του πληθωρισμού, άργησε να παρέμβει με αποτέλεσμα η κατάσταση να ξεφύγει και η αντιμετώπιση του προβλήματος να γίνεται όλο και δυσκολότερη.
Η νέα τραπεζική κρίση που ξέσπασε ενισχύει τα αδιέξοδα, καθώς επίσης και τις διαφωνίες και την εσωστρέφεια εντός του συμβουλίου της ΕΚΤ.
Ο τραπεζικός κλάδος βρέθηκε στο κέντρο της καταιγίδας, παρόλο που οι δύο τράπεζες που κατέρρευσαν τις τελευταίες μέρες δεν συνδέονταν και τα προβλήματά τους ήταν τελείως διαφορετικά.
Η μεν SVB αντιμετώπισε αιμορραγία κεφαλαίων λόγω κακής διαχείρισης του επενδυτικού χαρτοφυλακίου της, ενώ η Credit Suisse πιεζόταν εδώ και μήνες, ύστερα από μια δεκαετία κατά την οποία βρίσκεται στο επίκεντρο ερευνών για διάφορες υποθέσεις σε όλο τον κόσμο που ξεκινούν από φοροδιαφυγή και χρηματιστηριακές απάτες και φτάνουν μέχρι ξέπλυμα χρήματος από λαθρεμπόριο ναρκωτικών.
Οι αναταράξεις δημιούργησαν ανησυχία για τον τραπεζικό κλάδο διεθνώς, σχετικά με το κατά πόσον οι αρμόδιες αρχές και ιδίως οι κεντρικές τράπεζες είναι έτοιμες να παρέμβουν και να διασώσουν την κατάσταση, αλλά και για το εάν παρόμοια προβλήματα «κρύβονται» και σε άλλες εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Το ρίσκο αυξήθηκε και οι επενδυτές έσπευσαν αρχικα να ξεφορτωθούν ότι γράφει «τράπεζα» πάνω, δικαίως ή αδίκως.
Αυτό δείχνει ότι οι αγορές φοβούνται ότι ενδεχομένως να υπάρχουν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις οι οποίες μπορεί να «σκάσουν» όσο η κατάσταση θα γίνεται πιεστική και γι αυτό ξεπούλησαν τις τραπεζικές μετοχές.
Οι αντιδράσεις των αρμοδίων αρχών, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ελβετία ήταν άμεσες, γεγονός το οποίο δείχνει ότι οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι διατεθειμένες να αφήσουν την κατάσταση να ξεφύγει και πιθανότατα θα γίνουν όλες οι αναγκαίες παρεμβάσεις.
Στις ΗΠΑ δόθηκε εγγύηση για όλες τις καταθέσεις της SVB, ενώ για την Credit Suisse, η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας ανακοίνωσε ότι θα παράσχει ρευστότητα ώστε να μην βρεθεί ακάλυπτη απέναντι στους πελάτες.
Ο μεγάλος άμεσος κίνδυνος -ο λεγόμενος «συστημικός»- είναι να βρεθούν ακάλυπτοι κάποιοι πελάτες της Credit Suisse, οι οποίοι με τη σειρά τους θα αφήσουν ακάλυπτους τους δικούς τους πελάτες και εκείνοι τους δικούς τους… κ.ο.κ., με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ντόμινο που μπορεί να οδηγήσει σε γενική κρίση εμπιστοσύνης και σε κατάρρευση.
Η κίνηση της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, προφανώς έγινε σε συνεννόηση με τις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, ένδειξη ότι όλες είναι αποφασισμένες να δώσουν ρευστότητα στο σύστημα για να αποτρέψουν τους κλυδωνισμούς. Άλλωστε είναι κάτι που κάνουν συστηματικά μετά την χρηματοπιστωτική κρίση, έχοντας πάρει το «μάθημα» από την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Το άλλο μεγάλο ζήτημα, το οποίο καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει πρώτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι εάν θα αυξήσει τα επιτόκιά της κατά μισή μονάδα, όπως είχε προαναγγείλει εδώ και έναν μήνα η ίδια η πρόεδρός της η Κριστίν Λαγκάρντ.
Εάν το κάνει, όμως κινδυνεύει να προκαλέσει νέες αναταράξεις στο σύστημα με άγνωστες συνέπειες.
Από την άλλη πλευρά, εάν η ΕΚΤ δεν αυξήσει τα επιτόκιά της, ενδεχομένως αυτό να θεωρηθεί ως απώλεια αξιοπιστίας, καθώς θα υπαναχωρήσει από την «κατεύθυνση» που είχε η ίδια αναγγείλει, δίνοντας ταυτόχρονα το σήμα ότι ο πληθωρισμός θα αργήσει να υποχωρήσει.
Γιαυτό η λογική, αλλά και οι πληροφορίες που μεταδίδονται από την Φρανκφούρτη λένε ότι δεν θα προχωρήσει σε τέτοια αύξηση, αλλά ίσως ανεβάσει τα επιτόκιά της κατά 0,25 της μονάδας.
Το βασικό επιτόκιο με το οποίο η ΕΚΤ δέχεται καταθέσεις από την ευρωπαϊκή τράπεζες -που είναι το «βαρόμετρο» της αγοράς, έχει αυξηθεί στο 2,5% από αρνητικό (-0,5%) που ήταν πέρσι το καλοκαίρι.
Στο εσωτερικό της ΕΚΤ υπάρχει έντονη διαμάχη ανάμεσα στις χώρες του Βορρά, όπως η Γερμανία που υποστηρίζουν τις αυξήσεις επιτοκίων και το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής, και τις χώρες του νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα που τάσσονται υπέρ χαλαρότερης προσέγγισης.
Συνήθως η ΕΚΤ ακολουθεί τις κινήσεις της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας (FED), αλλά η τελευταία θα λάβει τη δική της απόφαση την επόμενη εβδομάδα (21 Μαρτίου) και έτσι η Φρανκφούρτη καλείται να σηκώσει εκείνη το βάρος της στιγμής και η Κριστίν Λαγκάρντ είναι εκείνη που πρέπει να καθησυχάσει την παγκόσμια αγορά.
Τα επιτόκια της FED βρίσκονται ήδη στο 4,50-4,75% και η εκτίμηση, προτού καταρρεύσουν οι δύο τράπεζες, ήταν ότι θα συνέχιζε την αύξησή τους, με 0,25 της μονάδας αυτή τη φορά.
Μένει να δούμε σήμερα τι θα αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και πώς θα αντιδράσουν οι αγορές.