Πώς και πότε θα κουρεύονται τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια
Διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού, στην οποία θα συμμετέχουν όλοι οι πιστωτές προβλέπει ο νέος νόμος για τα κόκκινα δάνεια. Η διαδικασία θα καταλήγει σε αναδιάρθρωση (επιμήκυνση, κούρεμα, πάγωα κ.λπ) εφόσον συμφωνούν οι πιστωτές που κατέχουν το 60% του χρέους.
Στο ζήτημα των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων το σχέδιο που προωθείται και αναμένει την έγκριση των δανειστών, προβλέπει μια διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού μόνο για όσες επιχειρήσεις κριθούν βιώσιμες, με βάση τα οικονομικά μεγέθη, τα ίδια κεφάλαιά τους, τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, με αξιολόγηση τυποποιημένων χρηματοοικονομικών δεικτών.
Οι μεν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (με τζίρο κάτω των 2,5 εκατ. ευρώ και λιγότερους από 50 εργαζομένους) θα συμπληρώνουν ένα τυποποιημένο Τεστ Αξιολόγησης Βιωσιμότητας, ενώ οι μεγαλύτερες θα υποβάλουν ολοκληρωμένο φάκελο αξιολόγησης και επιχειρηματικού σχεδιασμού.
Εάν οι μικρές επιχειρήσεις «αποτυγχάνουν» στο τυποποιημένο τεστ θα μπορούν να υποβάλουν και αυτές αναλυτικό φάκελο για να υποστηρίξουν την οικονομική βιωσιμότητά τους.
Εφόσον η επιχείρηση αξιολογείται ως βιώσιμη, δηλαδή προκύπτει ότι μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, εάν δεν υπολογίζονται οι οφειλές ή εάν αυτές «κουρευτούν», θα μπορεί να υποβάλει αίτηση εξωδικαστικού συμβιβασμού στην νεοσυσταθείσα Γενική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους η οποία θα αναθέτει σε έναν διαμεσολαβητή, πιστοποιημένο από το υπουργείο Δικαιοσύνης, να καλέσει όλους τους πιστωτές, δηλαδή τράπεζες, Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και τους προμηθευτές και τους εργαζόμενους εφόσον έχουν απαιτήσεις.
Εάν οι πιστωτές που κατέχουν το 60% των οφειλών συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο για αναδιάρθρωση (επιμήκυνση, κούρεμα, πάγωμα ή οτιδήποτε άλλο) των οφειλών, έτσι ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία της επιχείρησης, τότε αυτομάτως η απόφαση θα επικυρώνεται από το Δικαστήριο (τυπική επικύρωση, χωρίς δίκη) και θα πρέπει να το αποδέχονται και οι υπόλοιποι.
Όσες όμως επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως μη βιώσιμες, δεν θα μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού και θα αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να οδηγηθούν σε εκκαθάριση, δηλαδή κλείσιμο και πώληση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Η εταιρεία, πάντως, εφόσον το αίτημα αναδιάρθρωσης απορρίπτεται θα μπορεί να προσφύγει στη Δικαιοσύνη με βάση τις γενικές διατάξεις.
Η διαδικασία πέρα από τη ρήτρα του 60% των πιστωτών, δεν προβλέπει κάποια αντικειμενικά κριτήρια για το πότε θα γίνεται κούρεμα, οπότε εναπόκειται στους πιστωτές να αποφασίσουν κάτι τέτοιο ή αντίθετα να απορρίψουν την αναδιάρθρωση του δανείου, ανοίγοντας το δρόμο για εκκαθάριση της εταιρείας.
Οι ασφαλιστικές δικλείδες
Πηγές που γνωρίζουν το θέμα έλεγαν ότι με τις ρυθμίσεις που τελικά εισάγονται στη διαδικασία, τίθενται ορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες, έτσι ώστε η διαδικασία να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προκειμένου οι τράπεζες να δέχονται την αναδιάρθρωση. Οι επιχειρήσεις θα έχουν ένα σοβαρό επιχείρημα να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη και να αμφισβητήσουν πιθανό αρνητικό αποτέλεσμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού εφόσον θα υπάρχει η «σφραγίδα» της οικονομικής βιωσιμότητας και μάλιστα με διαδικασίες που θα είναι υπό την αιγίδα ενός επίσημου κρατικού φορέα, της Γενικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδωτικού Χρέους, καθώς η τελευταία δεν θα μπορεί μεν να παρεμβαίνει επί της ουσίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αλλά θα εποπτεύει ως «διαιτητής» τις διαδικασίες.
Στην ίδια κατεύθυνση έλεγαν οι ίδιες πηγές θα λειτουργήσει και η συμμετοχή στη διαδικασία των προμηθευτών, των εργαζομένων αλλά και του Ταμείου και του Δημοσίου, καθώς θα μπορεί να δημιουγηθεί μια δυναμική πίεσης υπέρ της αναδιάρθρωσης, ένα είδος «συμμαχίας» για να μη χάνεται η επιχείρηση.
Εκτιμάται επίσης ότι στις περιπτώσεις που για μια επιχείρηση προκύπτει εικόνα «μη βιωσιμότητας» επειδή φοροδιαφεύγει, θα υπάρχει ένα σοβαρό κίνητρο γιαυτήν να αποκαλύψει τα κρυφά έσοδα ή τα αθέατα περιουσιακά στοιχεία και να υποστηρίξει, έτσι, ότι είναι βιώσιμη για να διεκδικήσει κούρεμα των οφειλών.
Επίσης, οι επιχειρήματίες θα μπορούν να υποστηρίξουν τη διαδικασία συμβιβασμού θέτοντας στη διάθεση της επιχείρησης δικά τους περιουσιακά στοιχεία.