Οι πολιτικοί θα πληρώσουν τα σπασμένα των κεντρικών τραπεζών
Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου
Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα που να δείχνει ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε βαθιά κρίση αξιοπιστίας από την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία με τα επιτόκια.
Οι κεντρικές τράπεζες ανεβάζουν τα επιτόκια για να περιορίσουν την κυκλοφορία του χρήματος και έτσι να προκαλέσουν ανεργία και ύφεση, ώστε να περιοριστεί η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών η οποία ανεβάζει τις τιμές (πληθωρισμός).
Ειδικά στην Ευρωζώνη, ενώ προηγουμένως τα περισσότερα μέλη του συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν κατά της αύξησης των επιτοκίων, τώρα τρέχουν να προλάβουν ποιος θα δηλώσει πρώτος ότι η αύξηση πρέπει να είναι μεγάλη. Ο λόγος είναι ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν κατάλαβαν έγκαιρα τι συμβαίνει και έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν πειστεί ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πετύχουν να σταματήσουν τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα οι ίδιες να συμπεριφέρονται ανάλογα, σπεύδοντας να ανεβάσουν τις δικές τους τιμές, ανατροφοδοτώντας δηλαδή τις πληθωριστικές πιέσεις.
Έτσι τα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ πηγαίνουν τώρα στο άλλο άκρο, ώστε να δώσουν ένα αποφασιστικό μήνυμα, να «διαχειριστούν τις πληθωριστικές προσδοκίες», όπως λένε χαρακτηριστικά, με σημαντικές αυξήσεις επιτοκίου αλλά και με τη λεγόμενη «ποσοτική σύσφιξη» η οποία έχει στόχο να μειώσει το χρήμα που κυκλοφορεί στην οικονομία.
Το σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι η σκληρή αυτή νομισματική πολιτική θα έχει κόστος σε θέσεις εργασίας, σε εισοδήματα και κέρδη, σε οικονομική παραγωγή. Πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα πτωχεύσουν στην πορεία, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης και οικονομικής δράσης θα επιδεινωθούν δραματικά.
Κι όλα αυτά με την ΕΚΤ να βρίσκεται στο απυρόβλητο του πολιτικού ελέγχου, καθώς είναι τελείως ανεξάρτητη από τις κυβερνήσεις.
Υπάρχουν όμως και άλλες στρεβλώσεις οι οποίες δημιουργούνται. Η αύξηση των επιτοκίων ανεβάζει τα επιτόκια δανεισμού, αλλά όχι και εκείνα των καταθέσεων. Η διαφορά λειτουργεί υπέρ των εσόδων των τραπεζών, οι οποίες «γράφουν» σημαντικά κέρδη. Αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα, όπου οι τράπεζες ακολουθούν όλες παρόμοια τακτική και διατηρούν τα επιτόκια καταθέσεων στα ίδια χαμηλά επίπεδα.
Το αντεπιχείρημα των τραπεζών είναι ότι όταν τα επιτόκια ήταν αρνητικά, εκείνες δεν χρέωναν αρνητικά επιτόκια καταθέσεων (δηλαδή να πληρώνει ο καταθέτης αντί να εισπράττει τόκο για την κατάθεσή του), οπότε τώρα το σύστημα εξισορροπεί.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ αποδείχθηκαν χρυσοτόκος όρνιθα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες -και για τις ελληνικές. Η μεν ΕΚΤ έδινε αφειδώς δάνεια με αρνητικό επιτόκιο στις ευρωπαϊκές τράπεζες (τις πλήρωνε δηλαδή για να δανειστούν) προκειμένου εκείνες να τα δανείσουν με τη σειρά τους τις επιχειρήσεις για να κινηθούν στη δύσκολη περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και στη συνέχεια της πανδημίας. Αντί γι αυτό, όμως, πολλές τράπεζες «πάρκαραν» τα περισσότερα από τα χρήματα αυτά σε καταθέσεις της ΕΚΤ, οι οποίες είχαν μεν αρνητικό επιτόκιο, αλλά μικρότερο από εκείνο του δανείου. Κέρδιζαν δηλαδή τη διαφορά, χωρίς να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για το σκοπό που διατέθηκαν από την ΕΚΤ.
Σήμερα οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες εμφανίζουν εντυπωσιακά κέρδη, και τίθεται επί τάπητος το θέμα της έκτακτης φορολόγησής τους. Η ισπανική κυβέρνηση ήδη έχει ανακοινώσει έκτακτο φόρο στα τραπεζικά κέρδη, ενώ η Ουγγαρία τον έχει επιβάλλει ήδη, και το ίδιο συζητείται και στη Βρετανία.
Όμως για την Ισπανία αναμένεται η γνωμοδότηση της ΕΚΤ η οποία πιθανότατα θα διατυπώσει την αντίθεσή της, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν σε σχέδια έκτακτης φορολόγησης των τραπεζών.
Υποτίθεται ότι η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη προκειμένου να μην υποκύπτει σε πολιτικές παρεμβάσεις. Η αποστολή της είναι να διατηρεί τον έλεγχο των τιμών και να διασφαλίζει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Το γεγονός είναι ότι η ΕΚΤ έχει αποτύχει πανηγυρικά στον έλεγχο των τιμών ενώ οι κατά καιρούς διασώσεις του τραπεζικού συστήματος (όλο και συχνότερες) γίνονται με μεγάλο κόστος, με κρατικό ή πληθωριστικό χρήμα και με τρόπο που δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά και τον ανταγωνισμό.
Το σύστημα έχει «σπάσει» και χρειάζεται αναθεώρηση, μέσα από πολιτικές διεργασίες. Διαφορετικά, οι πολιτικές ηγεσίες είναι εκείνες που θα πληρώσουν τα σπασμένα των κεντρικών τραπεζιτών.