Οι άλλοι πόλεμοι, «πίσω» από τη σύγκρουση στην Ουκρανία
Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις που προκαλεί ο πόλεμος στο ευρωπαϊκό έδαφος θα είναι κατά πάσα πιθανότητα σαρωτικές και θα επηρεάσουν ολόκληρο τον πλανήτη.
Ουδείς μπορεί να προβλέψει τις επερχόμενες αλλαγές, ενώ είναι δύσκολο να διαχωρίσει κάποιος την αιτία και το αποτέλεσμα.
Είναι για παράδειγμα ο πόλεμος που φέρνει το «τέλος της παγκοσμιοποίησης» ή αντιστρόφως το δεύτερο προκάλεσε το πρώτο;
Είναι επίσης επικίνδυνο να ερμηνεύουμε ένα αποτέλεσμα «ανακαλύπτοντας» αιτίες ή καταλογίζοντας προθέσεις εκ των υστέρων.
Αλλά είναι γεγονός ότι ο πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο γεωπολιτικό σκηνικό και τις παγκόσμιες ισορροπίες.
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον θα επηρεάσει η σύγκρουση τις σχέσεις της Ευρώπης με την Κίνα, με την οποία συνδέεται όλο και περισσότερο η Ρωσία;
Πολλοί αναλυτές ερμηνεύουν τις εξελίξεις υπό το πρίσμα της λεγόμενης «παγίδας του Θουκυδίδη», ήτοι την εκδήλωση μιας προληπτικής σύγκρουσης από την πλευρά μιας ισχυρής δύναμης, τις ΗΠΑ εν προκειμένω, που φοβάται ότι θα εκθρονιστεί από μια άλλη ανερχόμενη δύναμη, την Κίνα.
Ο Θουκυδίδης, που θεωρείται ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, απέδωσε τον Πελοποννησιακό πόλεμο στην ανησυχία της Σπάρτης η οποία είδε ως απειλή την ανερχόμενη τότε Αθήνα. «Ήταν η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που ενέπνευσε στην Σπάρτη οι αιτίες που έκαναν τον πόλεμο αναπόφευκτο» έγραφε τον 5ο αιώνα π.Χ.
Η Κίνα είναι πράγματι ανερχόμενη δύναμη. Μέσα στην επόμενη δεκαετία αναμένεται να ξεπεράσει σε οικονομικό μέγεθος τις ΗΠΑ ενώ, σύμφωνα με προβλέψεις της Κομισιόν που έγιναν προ τριετίας, σε 20 χρόνια η Κίνα θα φτάσει να αντιπροσωπεύει το 22% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με τις ΗΠΑ να έχουν πέσει στο 14% και την Ευρώπη να περιορίζεται στο 11%, όπως και η Ινδία. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η τελευταία έχει τα φόντα να ξεπεράσει την Κίνα στη συνέχεια, λόγω του δημογραφικού προβλήματος το οποίο αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσει ο «κινεζικός δράκος»
Βέβαια, όλες αυτές οι μακροχρόνιες προβλέψεις όσο κι αν βασίζονται σε ισχυρές, ιστορικού χαρακτήρα τάσεις, έχουν πάντα το χαρακτηριστικό της αβεβαιότητας, καθώς μπορεί να μεσολαβήσουν απρόβλεπτα, μεγάλα γεγονότα.
Ένας πόλεμος για παράδειγμα ή μια οικονομική κρίση μπορεί να καθυστερήσουν τις εξελίξεις ή, ακόμα, και να τις ανατρέψουν.
Η Ευρώπη είχε πάντα μια αμφιθυμία απέναντι στη Ρωσία. Ναι μεν αντίπαλο καθεστώς, αλλά πολύ βολικός εμπορικός εταίρος. Οι παραδόσεις ενεργειακών αγαθών συνεχίζονταν απρόσκοπτα ακόμα και επί Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα όμως η Ρωσία είναι αντίπαλος, εχθρός, όλο και πιο μακριά από την Ευρώπη και όλο πιο κοντά στην Κίνα.
Το ίδιο αμφίθυμη παραμένει η Ευρώπη και απέναντι στην Κίνα. Οι ΗΠΑ έχουν χαρακτηρίσει την Κίνα ως «στρατηγικό αντίπαλο» και ήδη από την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ πίεζαν την Ευρώπη στην ίδια κατεύθυνση. Ωστόσο, η Κίνα αποτελεί ένα σημαντικό εμπορικό εταίρο, ζωτικής σημασίας για οικονομίες όπως η γερμανική -και όχι μόνον- και έτσι η Ε.Ε. δεν υιοθέτησε την αμερικανική γραμμή.
Μπορεί ο πόλεμος να ανατρέψει την ευρωπαϊκή στάση απέναντι στην Κίνα;
Ήδη την περασμένη εβδομάδα, η Βρετανία προχώρησε εκείνη στον καθορισμό της Κίνας ως «στρατηγικής απειλής». Θα ακολουθήσει και η Ε.Ε., παρά τη ζωτική οικονομική σχέση; Το γεγονός είναι ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία ανέτρεψε την ενεργειακή σύνδεση της Ευρώπης με την Ρωσία, παρόλο που και αυτή ήταν εξίσου ζωτική, ιδιαίτερα για τη Γερμανία.
Στο μέτωπο της οικονομίας, η κρίση που έχει προκαλέσει ο πληθωρισμός, οξύνεται από την ανατίμηση του δολαρίου, την οποία προκαλεί η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων. Η ευρωζώνη, αλλά και οι περισσότερες χώρες, αναγκάζονται να αυξήσουν κι εκείνες τα επιτόκια τους, για να υπερασπιστούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων του, παρόλο που αυτό πληγώνει τις οικονομίες τους με ύφεση και ανεργία.
Μεγάλοι χαμένοι; Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, οι φτωχότερες χώρες του Νοτίου Ημισφαιρίου, οι οποίες τα τελευταία χρόνια αποτελούν προνομιακό ζωτικό χώρο διπλωματικής και οικονομικής επέκτασης του Πεκίνου.
Οι περισσότερες προβλέψεις δείχνουν ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα υποφέρει, αλλά θα βγει πρώτη από το «τούνελ» της ύφεσης και του στασιμοπληθωρισμού, το αργότερο το 2024 ή στη χειρότερη περίπτωση το 2025. Για τους υπόλοιπους όμως, οι περισσότερες αναλύσεις αναφέρονται σε μια ή και δύο δεκαετίες χαμένες.
Μπορεί λοιπόν να είναι επισφαλές αν καταλογίσουμε προθέσεις πίσω από τα γεγονότα, αλλά θα είναι λάθος να αγνοήσουμε ότι τα γεγονότα αυτά γράφουν Ιστορία.
Oι κεντρικοί τραπεζίτες… πάνε κουβά, η κρίση βαθαίνει
Από το 1992 στο 2022… μια Γερμανία δρόμος
Πηγή: politicus.gr