Ο Κασσελάκης, το πολιτικό κέντρο και ο οικονομικός πατριωτισμός
Η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ φέρνει στο προσκήνιο αρκετά πολιτικά ζητήματα που όπως φαίνεται θα κυριαρχήσουν το επόμενο διάστημα όχι μόνο στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και στο ευρύτερο πολιτικό τοπίο.
Το κεντρικό θέμα είναι, ασφαλώς, η ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία πολύς λόγος έγινε στο πολύ σύντομο προεκλογικό διάστημα, αλλά μόνον επιδερμικά, παρότι είναι ένα ανοιχτό ζήτημα από την εποχή που το κόμμα άσκησε κυβερνητική εξουσία.
Εξ αντανακλάσεως, το θέμα επηρεάζει και τα άλλα κόμματα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εμφανώς επιχειρεί να στρέψει το κόμμα προς το πολιτικό κέντρο, με βασικό στόχο την ανάληψη εξουσίας, χωρίς να δίνει προτεραιότητα σε ιδεολογικά ζητήματα, όπως έκαναν ορισμένοι ανθυποψήφιοί του στην προεκλογική περίοδο.
Στο Κέντρο, όμως, μετατοπίζεται αργά αλλά σταθερά -και δείχνει να κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα- ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ το χώρο διεκδικεί και ο Νίκος Ανδρουλάκης, τη στιγμή που η πολιτική ιστορία των τελευταίων ετών δείχνει ότι εκεί κερδίζονται κατά κανόνα οι εκλογικές μάχες.
Ποιες, λοιπόν, μπορούν να είναι οι πολιτικές διαφορές κομμάτων που διεκδικούν τον ίδιο πολιτικό χώρο και σε κάποιο βαθμό και τους ίδιους ψηφοφόρους; Ποιες είναι οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά;
Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό ειδικά στην οικονομία, όπου ο «κορσές» των δανειστών, οι «αγορές» και η κεντρική τράπεζα επιβάλλουν ασφυκτικούς περιορισμούς στην οικονομική πολιτική, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι κυβερνήσεις να έχουν ελάχιστη πραγματική εξουσία.
Πολύ περισσότερο που αυτοί ακριβώς οι έξωθεν περιορισμοί χρησιμοποιούνται συχνά ως άλλοθι για επιβολή πολιτικών, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Πρόσφατα η κυβέρνηση εγκατέλειψε δικά της σχέδια ευνοϊκών μέτρων για «τους πολλούς», όπως ρυθμίσεις οφειλών, εισοδηματικές ενισχύσεις κ.ά. υπό το φόβο ότι θα υπονομευόταν η επικείμενη πιστοληπτική αναβάθμιση, η οποία όμως θα ωφελήσει «τους λίγους» -κυρίως μεγάλες εισηγμένες εταιρείες και τράπεζες.
Το κεντρικό οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι το «παραγωγικό έλλειμμα», που δεν είναι δόκιμος οικονομικός όρος, αλλά αποδίδει την πραγματικότητα: η χώρα δεν παράγει αρκετά αγαθά και υπηρεσίες και βασίζεται στις εισαγωγές με αποτέλεσμα τα χρήματα που μπαίνουν στη χώρα να είναι λιγότερα από εκείνα που βγαίνουν. Χωρίς εθνικό νόμισμα, το πρόβλημα δεν προκαλεί συναλλαγματική υποτίμηση, αλλά πλήττει το εγχώριο εισόδημα, ήτοι την απασχόληση, τα εισοδήματα και τα επιχειρηματικά κέρδη. Με άλλα λόγια, η ελληνική κατανάλωση συντηρεί θέσεις εργασίας, μισθούς και επιχειρηματικά κέρδη σε άλλες χώρες.
Όλες οι πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν ρητορικά ότι χρειάζεται «παραγωγική ανασυγκρότηση» και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, αλλά οι έννοιες αυτές μπορούν να έχουν διαφορετικό πολιτικό περιεχόμενο.
Η κυβέρνηση εφαρμόζει το δόγμα της λεγόμενης εξωστρέφειας, ανοίγοντας την πόρτα σε ξένες επενδύσεις ενώ ταυτόχρονα υιοθετεί την αντίληψη ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν καλύτερες προοπτικές να επικρατήσουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Βλέπει μάλιστα στην απορρύθμιση τομέων όπως η Υγεία και η Παιδεία δυνατότητα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στις επιχειρηματικές ευκαιρίες που ανοίγονται για ιδιωτικά πανεπιστήμια, κλινικές αλλά και σε άλλες δραστηριότητες σε στρατηγικούς τομείς, όπως η ενέργεια και τα δίκτυα μεταφορών και επικοινωνιών.
Οι επιλογές αυτές, όμως, δεν είναι χωρίς κοινωνικό και εθνικό πρόσημο. Ευνοούν τα ξένα κεφάλαια και τις μεγάλες επιχειρήσεις, όχι όμως και τις μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας, ούτε απαραιτήτως τα εθνικά συμφέροντα. Ταυτόχρονα μπορεί να θίξουν τα δημόσια αγαθά σε κρίσιμους τομείς όπως η Υγεία και η Παιδεία που αποτελούν το «αποκούμπι» των πολλών.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών ανέδειξαν το ζήτημα της αυτάρκειας και της σημασίας που έχει η εγχώρια παραγωγή, ειδικά σε στρατηγικούς τομείς, όπως η ενέργεια, τα τρόφιμα, τα φάρμακα, το ιατρικό υλικό κ.ά. Στο προσκήνιο έρχονται προτεραιότητες όπως η διατροφική επάρκεια -αν όχι αυτάρκεια- η ενεργειακή ασφάλεια και, βέβαια, πολιτικές που θα υποστηρίξουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών που καταστρέφεται από τον πληθωρισμό, καθώς και δημόσιες παροχές όπως η δωρεάν περίθαλψη και εκπαίδευση. Ταυτόχρονα η κλιματική αλλαγή έδειξε ότι ο ρόλος του Κράτους πρέπει να ενισχυθεί, στο πεδίο του σχεδιασμού, της πρόληψης και της αποκατάστασης των υποδομών και όχι να περιοριστεί, προς όφελος του ιδιωτικού τομέα.
Η δομή της εγχώριας οικονομίας και ο βαθμός ανθεκτικότητάς της, ο ρόλος του Κράτους και η προοπτική αφελληνισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, είναι τα κρίσιμα ζητήματα της νέας εποχής, που απαιτούν έναν νέο «οικονομικό πατριωτισμό» που θα οδηγήσει σε έναν εθνικό οικονομικό και παραγωγικό σχεδιασμό.