Μπορεί να απαιτήσει ο εργοδότης τον εμβολιασμό των εργαζομένων;
Με τα δεδομένα που ισχύουν μέχρι σήμερα ο εργοδότης δεν μπορεί να απαιτήσει να ενημερωθεί από τον εργαζόμενο σχετικά με το αν ο τελευταίος υποβλήθηκε σε εμβολιασμό, όπως επίσης και να του χορηγηθεί αντίγραφο του πιστοποιητικού εμβολιασμού. Και αυτό επειδή η διενέργεια ή μη του εμβολιασμού συμπεριλαμβάνεται στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας.
Ο εμβολιασμός αυτή τη στιγμή στη χώρα μας δεν είναι υποχρεωτικός και εφόσον δεν προβλέπεται από τη σύμβαση εργασίας που έχει συνάψει ο εργαζόμενος, νομικοί προβληματίζονται εάν τελικά αποτελεί παρεπόμενη υποχρέωση της σύμβασης εργασίας.
Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, μπορεί να ζητήσει από τον εργαζόμενο να υποβληθεί στον εμβολιασμό, σύμφωνα με νομικούς που έχουν ασχοληθεί με την υποχρεωτικότητα ή μη πραγματοποίησης του εμβολίου. Η χώρα μας έχει ψηφίσει νόμο, σύμφωνα με τον οποίο εφόσον εκδοθεί σχετική υπουργική απόφαση από το υπουργείο Υγείας, ο εμβολιασμός μπορεί να γίνει υποχρεωτικός. Κάτι τέτοιο μέχρι τώρα δεν έχει γίνει για καμία ομάδα εργαζομένων.
Στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος αρνηθεί να εμβολιαστεί, ενώ του το ζητάει εργοδότης, χωρίς ωστόσο ο εργοδότης να είναι καταπιεστικός στο αίτημα του αυτό, μπορεί να τεθεί σε άλλες θέσεις απασχόλησης ή σε καθεστώς εξ αποστάσεως εργασίας όπως η τηλεργασία ή να του ανατεθούν καθήκοντα που δεν θα είναι ο ίδιος σε έκθεση κινδύνου, όπως σε θέση back office.
Εφόσον ο εργαζόμενος ζητήσει, ή ο εργοδότης προτείνει στον εργαζόμενο, μια εύλογη περίοδο άδειας μετ’ αποδοχών, προκειμένου να σκεφτεί και να ωριμάσει εσωτερικά η αναγκαιότητα να εμβολιαστεί, η επιχείρηση πρέπει να συμμορφωθεί.
Εννοείται ότι το δικαίωμα αυτό του εργοδότη να θέτει τον εργαζόμενο σε αναστολή των καθηκόντων του, έως ότου περάσει για παράδειγμα η πανδημία του κορονοϊού, είναι κάτι που ισχύει ήδη με συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη στην Ιταλία. Κάτι τέτοιο μπορεί να εφαρμοστεί σε επαγγέλματα και εργασιακά καθήκοντα που συνδέονται με την αναγκαιότητα εμβολιασμού, κυρίως για την προστασία του ίδιου του εργαζόμενου, όπως σε νοσηλευτικό προσωπικό ή σε εργαζόμενους σε νοσοκομεία, όπου ο εμβολιασμός προκύπτει ότι είναι παρεπόμενη υποχρέωση του εργαζόμενου.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί ο εργοδότης να υποχρεώσει σε εμβολιασμό;
Σύμφωνα με τον δικηγόρο-εργατολόγο Γιάννη Καρούζο, στη σύμβαση εργασίας υπάρχουν ποικίλα καθήκοντα και υποχρεώσεις του εργαζόμενου που συνδέονται με την εκτέλεση της σύμβασης.
-Υπάρχει η υποχρέωση εμπιστοσύνης που ο εργοδότης απαιτεί από τον εργαζόμενο στην εκτέλεση της εργασίας του.
-Υπάρχουν οι περίφημες προπαρασκευαστικές της εργασίας υποχρεώσεις του εργαζόμενου που μπορούν να επηρεάσουν τη σύμβαση της εργασίας.
-Υπάρχουν υποχρεώσεις προστασίας των οικονομικών και προσωπικών συμφερόντων του εργοδότη και υποχρεώσεις εξασφάλισης της παροχής.
Ανάλογα με τις περιπτώσεις, το εργασιακό περιβάλλον και τη σύμβαση εργασίας, μπορεί κανείς να αισθανθεί τη στενή ή χαλαρή σύνδεσή του στις ως άνω υποχρεώσεις.
Παραδείγματος χάριν, διαφορετικές υποχρεώσεις προστασίας μπορεί να απαιτήσει ο εργοδότης από ένα τραπεζικό υπάλληλο και διαφορετικές από έναν εργάτη οικοδομικών έργων.
Αν λοιπόν δεχθούμε ότι ο εμβολιασμός αντί-COVID 19, εμπίπτει σε μία από τις παραπάνω υποχρεώσεις, ποιες οι συνέπειες για τον εργαζόμενο που δεν την εκπληρώνει;
Στέρηση μισθού
Ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος να τοποθετήσει τον εργαζόμενο σε άλλη θέση εργασίας, να του αλλάξει καθήκοντα, να του χορηγήσει άδεια, ώστε να ωριμάσει η σκέψη του για την αποδοχή του εμβολιασμού, χωρίς αυτό να λειτουργεί εκδικητικά, αλλά με τη συναίνεση του εργαζόμενου, ώστε αυτός να σκεφτεί και να σταθμίσει τη «βίαιη» επέμβαση στην προσωπικότητά του, που πάντοτε αποτελεί ένα οποιοδήποτε εμβόλιο.
Στην δε περίπτωση κατά την οποία προκύψει δυσλειτουργία στην επιχείρηση του εργοδότη, τότε, με την επίκληση του άρθρου 374 ΑΚ, ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του μισθού για όσο χρονικό διάστημα ο εργαζόμενος παρέχει πλημμελώς την εργασία του.
Κατά το άρθρο 374 ΑΚ, για όσο χρονικό διάστημα ο αντισυμβαλλόμενος, δηλαδή ο εργαζόμενος, δεν παρέχει ή δεν εκπληρώνει την παροχή του, δηλαδή την εργασία του με προσήκοντα τρόπο, τότε ο εργοδότης δύναται να αρνηθεί την αντιπαροχή, δηλαδή να του καταβάλλει το μισθό. Πρόκειται για την ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος.
Όπως αναφέρει ο κ. Καρούζος, την συζήτηση για την υποχρεωτικότητα του εμβολίου στους χώρους δουλειάς άνοιξε η επιστολή του Συλλόγου Προσωπικού της Alpha Bank, στη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας, με την οποία ζητά από την Διοίκηση να προτείνει τον εμβολιασμό όλων των εργαζομένων. Ο Σύλλογος Προσωπικού κι επειδή ο εμβολιασμός δεν έχει κριθεί ακόμη υποχρεωτικός καλεί την Διοίκηση με χρήση του διευθυντικού δικαιώματος, να χορηγήσει «υποχρεωτική άδεια σε όσους συγκαταλέγονται στην κατηγορία των αρνητών, άδεια ώστε να ωριμάσει η σκέψη τους για την αποδοχή του εμβολιασμού, χωρίς αυτό να λειτουργεί εκδικητικά, αλλά με τη συναίνεση τους».
Τα προηγούμενα στάδια
Σημειώνουμε, ωστόσο, ότι ειδικά στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η τεκμηριωμένη, συμβουλή του ιατρού εργασίας και σε κάθε περίπτωση να έχουν τηρηθεί όλα τα αναγκαία μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, που έχουν προταθεί για την αντιμετώπιση της νόσου, με ιατρικό δεδομένο άλλωστε ότι ο εμβολιασμός προστατεύει κυρίως τον εμβολιαζόμενο και όχι το περιβάλλον του. Ούτε με τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης έχει αποδειχθεί ότι ο εμβολιασμένος δεν μεταδίδει τη νόσο.
Ο ρόλος – κλειδί του γιατρού εργασίας
Ωστόσο, η πρακτική που τηρείται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ιταλία – η οποία αφενός εξυπηρετεί την πληροφόρηση της επιχείρησης σχετικά με το προσωπικό και αφετέρου θωρακίζει την ιδιωτική ζωή του εργαζόμενου – στο ανάλογο μέτρο είναι η εξής:
Ο γιατρός εργασίας, ο οποίος δεσμεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο έρχεται σε επαφή με τους εργαζόμενους και ενημερώνει την επιχείρηση ποιοι από αυτούς είναι περισσότερο και ποιοι λιγότερο προστατευμένοι και αντίστοιχα εκτεθειμένοι στον ιό sars cov 2.
Αυτή άλλωστε η πληροφορία, κατατείνει στην εντονότερη προστασία της υγείας του εργαζόμενου και εξυπηρετεί την εφαρμογή της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, ο οποίος θα μπορεί τον λιγότερο θωρακισμένο εργαζόμενο να τον διασφαλίσει υγειονομικά θέτοντας τον π.χ. σε καθεστώς εξ αποστάσεως εργασίας.
Τι γίνεται εάν δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις του εργαζόμενου ο εμβολιασμός – Επιβολή εμβολιασμού
Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, αν θεωρήσουμε ότι η υποχρέωση εμβολιασμού αντί-COVID δεν εμπίπτει ούτε στις παρεπόμενες υποχρεώσεις του εργαζόμενου εκ της σύμβασης εργασίας του, τότε, η απάντηση προκύπτει ως ακολούθως:
«Κατά την άποψή μου, ο εργοδότης έχει την ευθύνη οργάνωσης και λειτουργίας της εγκατάστασης της επιχείρησής του. Στην περίπτωση άρνησης του εργαζομένου να εμβολιαστεί, ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει με στοιχεία την ευθεία και κατά απόλυτο τρόπο πρόκληση βλάβης στα συμφέροντά του.
Ειδικότερα, για να επιβάλλει τον εμβολιασμό θα πρέπει να αποδείξει ότι:
-τα μέτρα που υιοθέτησε μέχρι σήμερα (μάσκες κτλ) δεν είναι ικανοποιητικά να αντιμετωπίσουν τη μετάδοση της νόσου, ακόμα και σε ειδικές περιπτώσεις επιχειρήσεων,
-ότι δεν μπορεί να παρασχεθεί η εργασία του εργαζόμενου με άλλο τρόπο (πχ τηλεργασία),
-ότι το εμβόλιο θα μπορούσε ικανοποιητικά να εγγυηθεί την προστασία της υγείας των λοιπών συναδέλφων του στο χώρο εργασίας, ή των όσων επισκέπτονται τον χώρο εργασίας και όχι μόνο του εμβολιαζόμενου.
Εφόσον λοιπόν όλα αυτά συντρέχουν και ο εργαζόμενος συνεχίζει να αρνείται τον εμβολιασμό και ειδικά σε εργασίες επικινδυνότητας λόγω ασθενών – ευπαθών ομάδων, ο εργοδότης, κατά απόλυτη διεύρυνση του διευθυντικού δικαιώματος, θα μπορούσε να αλλάξει μονομερώς προσωρινά τα καθήκοντα του εργαζόμενου, έτσι ώστε να μην έρχεται σε επαφή με το κοινό.
Είναι νόμιμη η απόλυση λόγω άρνησης;
Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να καταλήξει η εργοδοτική επιλογή στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, αφού ανάλογη υποχρέωση δεν προκύπτει ούτε από τον νόμο, ούτε από τη σύμβαση εργασίας είτε ευθέως, είτε παρεπόμενα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απόλυση, λόγω άρνησης εμβολιασμού, συνιστά απαγορευμένη διάκριση και ως τέτοια είναι άκυρη.
Σύμφωνα με τους νομικούς, το θέμα είναι εξαιρετικά λεπτό, πιθανόν να είναι αναγκαία και μία νομοθετική ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, χρειάζεται η καλή πίστη να πρυτανεύσει στη μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη συνεννόηση.
«Θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας, ότι στο χρονικό διάστημα, από τη λήξη της πρώτης φάσης της πανδημίας, η οικονομία επαναλειτούργησε με το άνοιγμα και των ιδιωτικών επιχειρήσεων χωρίς καλά – καλά να έχει ανακαλυφθεί το εμβόλιο. Βεβαίως, δεν μπορούμε να μηδενίζουμε την αναγκαιότητα απόκτησης της ανοσίας της αγέλης και στη χώρα μας.
Όμως, η ανάγκη να εμβολιαστεί μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού με το αντί-COVID εμβόλιο, θα πρέπει να γίνει με μέσα, όπως:
-η ειλικρινής ενημέρωση του κοινού,
-η έκθεση επιστημονικών δεδομένων και όχι με τιμωρητικού χαρακτήρα μέτρα επιβολής του.
Άλλωστε, κατά κανόνα, η υιοθέτηση κυρώσεων και ποινών στο ευαίσθητο θέμα του εμβολιασμού, είναι πιθανό να προκαλέσει αντιδραστικό κύμα ορισμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες, ευρισκόμενες στο μεταίχμιο της επιλογής, λόγω της επιβολής τιμωρητικών μέτρων, αρνούνται τον εμβολιασμό.
Η χώρα μας θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη την πρόταση του ψηφίσματος του Ιουνίου 2020, κατά το οποίο θα πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα, προκειμένου να μην υφίστανται δυσμενή διάκριση όσοι δεν εμβολιάζονται», αναφέρει ο κ. Καρούζος.