Έρευνα για τον κατώτατο μισθό: «Ζούμε για να δουλεύουμε και όχι δουλεύουμε για να ζούμε»
Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς δημοσίευσε εχθές Τρίτη, 15 Νοεμβρίου, την ποιοτική έρευνα «Κατώτατος μισθός: “Ζούμε για να δουλεύουμε και όχι δουλεύουμε για να ζήσουμε”. Διερεύνηση των αντιλήψεων και εμπειριών των εργαζομένων», που εκπόνησε για λογαριασμό του ο Δρ. Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης, διδάσκων και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.
Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή της έρευνας, «οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι οι οποίοι λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό αυξάνονται διαρκώς, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό συμβαίνει διότι η επίδραση της δεκαετούς οικονομικής κρίσης από το 2010 και μετά, η πανδημία COVID-19, οι πληθωριστικές πιέσεις, η ενεργειακή κρίση, καθώς και οι επερχόμενες οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις».
Όπως σημειώνει ο δρ. Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης, σκοπός της έρευνας είναι: «Να εξετάσει τις απόψεις των ίδιων των εργαζομένων που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό. Πιο συγκεκριμένα, στόχος της είναι μέσω μιας κοινωνιολογικής προσέγγισης να διερευνήσει σε βάθος τις αντιλήψεις των ίδιων για τη σημασία του κατώτατου μισθού στην καθημερινή τους ζωή και στις καταναλωτικές τους συνήθειες».
Ο δρ. Θεοδωρίδης αναφέρει επίσης σε σχέση με τη φύση και το αντικείμενο της έρευνας: «Η έρευνα επικεντρώνεται στις εμπειρίες και στις ερμηνείες των ανθρώπων σχετικά με τις διαδικασίες καθορισμού του μισθού, τη σύνδεσή του με την άσκηση πολιτικής, καθώς και στις αντιλήψεις των εργαζομένων για τους πολιτικούς σε μια κοινωνία πολλαπλών κρίσεων».
Παίζει ρόλο ο κατώτατος μισθός για το πως αντιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι την ταυτότητα τους και τη δυνατότητα επιβίωσής τους μέσα από την εργασία τους; Ο δρ. Θεοδωρίδης λέει ναι: «Το βασικό επιχείρημα που αναπτύσσεται σε αυτή την έκθεση αναφοράς είναι ότι ο κατώτατος μισθός αποτελεί βασικό σημείο διαμόρφωσης της ταυτότητας των ίδιων των εργαζομένων διαδραματίζοντας κομβικό ρόλο στις καθημερινές τους καταναλωτικές πρακτικές και στην επιβίωσή τους. Η έρευνα γύρω από τα ζητήματα του κατώτατου μισθού μας επιτρέπει, επίσης, να εξετάσουμε τη σχέση των εργαζομένων με την πολιτική στο πλαίσιο της σημερινής συγκυρίας, αφού ο καθορισμός του κατώτατου μισθού αποτελεί ένα πεδίο άσκησης ανταγωνιστικών πολιτικών με άμεση επίδραση στις ζωές των ανθρώπων».
Τα συμπεράσματα της έρευνας: Η απορρύθμιση του εργασιακού πλαισίου, η ακρίβεια, οι συνθήκες εργασίας αλλά και η πολιτική αλαζονεία στις προβληματικές.
Μερικά από τα βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έρευνα μέσα από τη διαδικασία σε βάθος συνεντεύξεων με εργαζόμενους και εργαζόμενες που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι μεταξύ άλλων τα εξής:
Πρώτα απ’ όλα, «το φαινόμενο της απορρύθμισης της εργασίας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων φαίνεται να είναι ένα θέμα που αφορά όλους και όλες ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχουν, την ειδικότητά τους και το επάγγελμά τους. Όλοι/ες οι εργαζόμενοι/ες που συμμετείχαν σε αυτήν την έρευνα συζητούν και εστιάζουν στο ζήτημα των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών εργασίας που αντιμετωπίζουν. Τα προβλήματα στα οποία αναφέρονται έχουν να κάνουν τόσο με τις συνθήκες απασχόλησης όσο και με την ποιότητα της εργασίας τους γενικότερα. Αυτή η κατηγορία των εργαζομένων δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τα χαμηλά εισοδήματα και την καθημερινή επιβίωση, αλλά και την έλλειψη προστασίας απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Κάποια από τα παραδείγματα στα οποία αναφέρθηκαν οι συμμετέχοντες/ουσες ήταν τα ελαστικά ωράρια απασχόλησης, ο αυξημένος φόρτος εργασίας, τα στοιχεία που αναφέρονται στις συμβάσεις εργασίας και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα κ.λπ. Κύριο συμπέρασμα αποτελεί ότι είναι υποχρεωμένοι/ες να υποστούν μια σειρά από ενέργειες που καταπατούν τα δικαιώματά τους, την ίδια στιγμή που δεν υπάρχει καμία κρατική παρέμβαση και έλεγχος για να τους/τις προστατέψει».
Έπειτα, «οι συμμετέχοντες/ουσες της έρευνας αδυνατούν να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστο ζωής. Η ακρίβεια και οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών φάνηκε να τους/τις έχει επηρεάσει άμεσα σε μεγάλο βαθμό. Επιπρόσθετα, ήταν κάτι που τους δημιουργούσε ανησυχία και για το άμεσο μέλλον, καθώς δεν είχαν καμία εντύπωση ότι θα υπάρξει κάποια βελτίωση της κατάστασης σύντομα. Στις αναφορές που έκαναν, οι καθημερινές αγορές, το σουπερμάρκετ και το κόστος της ενέργειας ήταν τα ζητήματα που διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην ευρύτερη πίεση που δέχονται. Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντικό ότι αυτό που τους τις προβληματίζει ιδιαίτερα σχετίζεται με το γεγονός ότι ο μισθός τους πλέον δεν μπορεί να τους/τις προσφέρει κάτι περισσότερο από τα απολύτως απαραίτητα. Από τη μία πλευρά τα εξαντλητικά ωράρια και οι συνθήκες εργασίας δεν τους/τις αφήνουν καθόλου ελεύθερο χρόνο, από την άλλη, ένας μισθός που τους/τις αφήνει οριακά να επιβιώσουν τους/τις στερεί οποιαδήποτε πρόσβαση σε “στιγμές κατανάλωσης”». Τα παραπάνω δε στοιχεία φαίνεται να επιδρούν άμεσα και στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Όπως σημειώνεται στα συμπεράσματα, «οι δυνατότητες για κάποιου είδους κοινωνικοποίηση εκτός χρόνου εργασίας, καθώς και οι καταναλωτικές πρακτικές που σχετίζονται με τον πολιτισμό περιορίζονται στο ελάχιστο».
Σε ό,τι δε αφορά τις στρατηγικές επιβίωσης μέσα στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τις απαντήσεις όσων συμμετείχαν στην εν λόγω έρευνα, αυτές περιλαμβάνουν την εύρεση και δεύτερης δουλειάς, τη μείωση του κόστους κατανάλωσης της ενέργειας με το να περιορίζονται σε ένα μόνο δωμάτιο, την περικοπή εξόδων σε σχέση με τα τρόφιμα και το σουπερμάρκετ επιλέγοντας τα πιο φτηνά προϊόντα, καθώς και τον δανεισμό από φίλους/ες και συγγενείς.
Ως προς τις αντιλήψεις των εργαζόμενων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, οι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες στην έρευνα ανέφεραν ότι «ο μισθός που λαμβάνουν δεν είναι ικανός να τους/τις παρέχει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης» και διαπιστώνεται ότι «είναι εξαρτημένοι/ες από έναν μισθό που δεν μπορεί να παρέχει ούτε τις βασικές προϋποθέσεις για βιώσιμες συνθήκες ζωής», ενώ «οι οριακές αυξήσεις το τελευταίο διάστημα στον κατώτατο μισθό δεν είναι αρκετές για να τους/τις βοηθήσουν στην καθημερινότητα». Στο πλαίσιο αυτό, οι συμμετέχοντες/ουσες στην έρευνα «θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η αύξηση του μισθού τους πολύ περισσότερο από τα ποσά που έχουν αναφερθεί κατά διαστήματα λόγω του υψηλού κόστους ζωής».
Στη συζήτηση περί πολιτικής και των διαδικασιών καθορισμού του κατώτατου μισθού, από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων/συμμετεχουσών στην έρευνα για την πολιτική επιδομάτων προκύπτει ότι «είναι προβληματικό να θεωρηθεί μια τέτοια προσέγγιση ως μόνιμη και ικανοποιητική λύση, αφού οι συμμετέχοντες/ουσες θεώρησαν ότι δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή. Επιπλέον, η ίδια η διαδικασία της παροχής επιδομάτων για τα καύσιμα, τα τρόφιμα και την ενέργεια που αναδεικνύει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους».
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην πολιτική, όπως σημειώνει ο Δρ. Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης, από τις απαντήσεις των ερωτώμενων «διακρίνεται ότι το ζήτημα της κρίσης της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και των ίδιων των πολιτικών είναι υπαρκτό, κάτι που έχει επιβεβαιωθεί και από άλλες έρευνες. Το κεντρικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι εργαζόμενοι/ες θεωρούν τους πολιτικούς που αναφέρονται στον κατώτατο μισθό και στο πόσο χαμηλός θα πρέπει να είναι αλαζόνες. Θεωρούν ότι τοποθετούνται από μια θέση ασφαλείας και σε μεγάλη απόσταση από τους ίδιους/ες, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν έχουν αναγκαστεί ποτέ να ζήσουν με τον κατώτατο μισθό».
Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα: