DW: Σε bitcoin οι δοσοληψίες της μαφίας

Τα κρυπτονομίσματα φαίνεται να καθιερώνονται και στο οργανωμένο έγκλημα. Η μαφία στην Ιταλία χρησιμοποιεί πλέον τακτικά κρυπτονομίσματα για τις παράνομες δραστηριότητές της. «Τις εγκληματικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Μαφίας, τις συμφέρει να τα χρησιμοποιούν για τις επιχειρήσεις τους», επισήμανε κορυφαίο στέλεχος του DIA, της υπηρεσίας της ιταλικής αστυνομίας που δρα κατά της μαφίας, σε συνέντευξή του στο γερμανικό πρακτορείο Τύπου. Το DΙΑ ερευνά το οργανωμένο έγκλημα στην Ιταλία και ο αστυνομικός για την προστασία του δεν ήθελε να κατονομαστεί.

blockchain

Tα bitcoins βασίζονται σε μια σύνθετη τεχνολογία βάσεων δεδομένων, το blockchain

Το πιο γνωστό κρυπτονόμισμα είναι το bitcoin. Είναι καθαρά ψηφιακό, επομένως δεν υπάρχουν χειροπιαστά χρήματα. Τα ψηφιακά αυτά χρήματα βασίζονται κυρίως σε κωδικούς, οι οποίοι αποτελούνται από αριθμούς και γράμματα. Κατά κανόνα διακινούνται με αποκεντρωμένο τρόπο και απευθείας μεταξύ των χρηστών, δηλαδή όχι μέσω κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και κατά συνέπεια και εκτός κρατικών ρυθμίσεων. Για να διασφαλιστεί ότι τα bitcoin δεν μπορούν να αντιγραφούν, βασίζονται σε μια σύνθετη τεχνολογία βάσεων δεδομένων, το λεγόμενο blockchain.

Τεχνολογικές εξελίξεις και στην παρανομία

Η μαφία εισήλθε στον χρηματοπιστωτικό κόσμο εξαιτίας αυτής της τεχνολογικής εξέλιξης, εξηγεί ο αρμόδιος αστυνομικός στο γραφείο του στη Ρώμη, το οποίο είναι διακοσμημένο με έγγραφα. Οι συναλλαγές με κρυπτονομίσματα είναι γρήγορες και ασφαλείς, προσφέροντας και ένα είδος ανωνυμίας - πλεονεκτήματα που είναι φυσικά εξαιρετικά χρήσιμα και για παράνομες επιχειρήσεις. Επομένως δεν είναι εύκολο να βρεθούν εκείνοι που βρίσκονται πίσω από το παράνομο εμπόριο. Η αστυνομία δεν θέλει να αποκαλύψει στοιχεία για τις πωλήσεις, τις αστυνομικές επιχειρήσεις ή τις ζημιές που προκλήθηκαν από τις παράνομες επιχειρήσεις.

Οργανώσεις της μαφίας, όπως η Ντρανγκέτα στην Καλαβρία, χρησιμοποιούν κρυπτονομίσματα, για παράδειγμα για συναλλαγές με καρτέλ της Λατινικής Αμερικής, όπως περιγράφεται στην τελευταία έκθεση προς την ιταλική Βουλή κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020. Η Ντρανγκέτα δραστηριοποιείται κυρίως στην αγορά κοκαΐνης και χρησιμοποιεί ψηφιακό χρήμα για να διαχειρίζεται πληρωμές με τα κολομβιανά καρτέλ. Η έκθεση αναφέρει επίσης: «Η μαφία φαίνεται επίσης να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο έγκλημα στον κυβερνοχώρο και τις δυνατότητες του λεγόμενου σκοτεινού διαδικτύου, οι οποίες είναι δύσκολο να ελεγχθούν, προκειμένου να τροφοδοτήσουν τεράστιες ροές οικονομικών πόρων στην απόλυτη παρανομία». Με απλά λόγια αυτό σημαίνει: Η Μαφία μετακινεί τεράστια χρηματικά ποσά στις κρυφές γωνιές του Διαδικτύου, το λεγόμενο Dark Web. Εκεί, οι πληρωμές γίνονται κυρίως με κρυπτονομίσματα.

Bitcoin νόμισμα

Τα κρυπτονομίσματα, όπως το απεικονιζόμενο bitcoin, δεν είναι χειροπιαστά, παρά μόνο ψηφιακά

Η μαφία μπορεί έτσι να «ξεπλύνει» χρήματα ή να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της απαρατήρητη. Παρά την ανωνυμία όμως που της προσφέρει το διαδίκτυο, εξακολουθούν να υπάρχουν επιτυχημένες αστυνομικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την εξαμηνιαία έκθεση του DΙΑ μάλιστα, η ιταλική αστυνομία έχει ενισχύσει τις μονάδες της που ερευνούν στο Διαδίκτυο τα τελευταία χρόνια. Η οικονομική αστυνομία και οι Καραμπινιέροι, για παράδειγμα, συμμετέχουν επίσης στις έρευνες.

Bitcoins και Monero και στις γερμανικές παρανομίες

Μία... φάρμα Bitcoin στην Κίνα

Μία... φάρμα Bitcoin στην Κίνα

Αλλά και στη Γερμανία τα κρυπτονομίσματα αποτελούν πλέον σημαντικό παράγοντα του οργανωμένου εγκλήματος. «Η χρήση κρυπτονομισμάτων για online πληρωμές ποινικών αδικημάτων, τα οποία υπόκεινται στον έλεγχο της τελωνειακής διοίκησης έχει αυξηθεί σημαντικά», εξηγεί η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων στη Βόννη. Σύμφωνα με τα ευρήματα των ερευνητών, στις περισσότερες περιπτώσεις οι εγκληματίες χρησιμοποιούν bitcoins και το νόμισμα Monero. Η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων αναφέρει επίσης ότι τα κρυπτονομίσματα χρησιμοποιούνται με σκοπό να εξασφαλίσουν την ανωνυμία σε διαδικασίες παραγγελίας και αποστολής παράνομων προϊόντων και υπηρεσιών.

Γιοχάνες Νόιντεκερ (dpa)

Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου