ΔΝΤ: «Καίνε» τα υψηλά ενοίκια τους οικονομικά ασθενέστερους
«Τοξικός» για τους οικονομικά ασθενέστερους, κυρίως τους νέους και χαμηλόμισθους εργαζόμενους, είναι στην Ελλάδα ο συνδυασμός ακριβών ενοικίων και χαμηλών μισθών. Όπως διαπιστώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε νέα μελέτη του, μάλιστα, η Ελλάδα έχει τη θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη στην υπερβολική επιβάρυνση των οικονομικά ασθενέστερων από τα ενοίκια.
Όπως φαίνεται στο γράφημα του ΔΝΤ, για όσους ανήκουν στο 20% των πολιτών με τα χαμηλότερα εισοδήματα, το ποσοστό αυτών που επιβαρύνονται υπερβολικά από τα ενοίκια είναι το υψηλότερο μεταξύ των 17 ευρωπαϊκών χωρών που εξέτασε το Ταμείο και ξεπερνά το 60%. «Σε ορισμένες χώρες, το ποσοστό των υπερβολικά βεβαρυμένων ενοικιαστών χαμηλού εισοδήματος που ζουν σε πόλεις έχει φθάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, στο 60% - 70% τοις εκατό (ιδίως στις σκανδικαβικές χώρες, την Ελλάδα και την Ισπανία)», όπως αναφέρει το Ταμείο.
Αυτό που φαίνεται ότι λειτουργεί, προς το παρόν τουλάχιστον, ευνοϊκά για την Ελλάδα είναι το γεγονός ότι παραμένει χαμηλό το ποσοστό των πολιτών που ενοικιάζουν την κατοικία τους, καθώς είναι υψηλό το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης. Όπως φαίνεται στο γράφημα, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Τσεχία, οι ενοικιαστές ξεπερνούν το 50%, στην Ελλάδα το ποσοστό παραμένει σχετικά χαμηλό, περίπου στο 20%, καθώς σε μεγάλο ποσοστό οι Έλληνες ζουν σε δικά τους σπίτια, ή σε σπίτια που έχουν αγοράσει με στεγαστικό δάνειο ή τους έχουν παραχωρηθεί δωρεάν (κατά κανόνα από συγγενείς).
Μια άλλη θλιβερή πρωτιά της Ελλάδας είναι στη δημιουργία ανισοτήτων από τη μεγάλη επιβάρυνση από τα ενοίκια. Ο δείκτης εισοδηματικής ανισότητας (Gini), μετά το συνυπολογισμό του κόστους στέγασης έχει στην Ελλάδα τη μεγαλύτερη αύξηση.
Σε ό,τι αφορά τη στεγαστική πολιτική του ελληνικού κράτους, τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν ότι είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη (με βάση τα δεδομένα του 2018, στα οποία στηρίχθηκε η έρευνα). Ενώ σε άλλες χώρες, με πρώτη τη Βρετανία, τα μέτρα στεγαστικής πολιτικής (επιδότηση ενοικίων κ.α.) μειώνουν σε μεγάλο ποσοστό τον κίνδυνο φτώχειας, στην Ελλάδα η επίδρασή τους ήταν μηδενική, αν και φαίνεται μια βελτίωση από το 2016 στο 2017. «Ορισμένες χώρες με σοβαρά προβλήματα προσιτότητας ενοικίου παρέχουν περιορισμένη επιδοτούμενη ενοικίαση, για παράδειγμα η Ελλάδα και η Ισπανία», σημειώνει το ΔΝΤ.
Στα βασικά συμπεράσματα της μελέτης τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι:
Η προσιτή στέγαση είναι ένας κρίσιμος παράγοντας για την οικονομική ένταξη. Η στέγαση είναι γενικά το μεγαλύτερο στοιχείο δαπανών των νοικοκυριών, είτε με τη μορφή πληρωμής ενοικίου ή υποθήκης. Η ιδιοκτησία του σπιτιού είναι επίσης ένα βασικό κανάλι για την οικοδόμηση πλούτου.
Το κόστος στέγασης έχει συμβάλει σε κοινωνικοοικονομικές ανισότητες ακόμη και πριν από την πανδημία. Τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος τείνουν να δαπανούν μεγαλύτερο μερίδιο από το διαθέσιμο εισόδημα για στέγαση από τα νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος.
Από το 2010, το κόστος στέγασης για τους ενοικιαστές στην Ευρώπη ήταν γενικά υψηλότερο από αυτό που επιβάρυνε τους ιδιοκτήτες που έλαβαν ενυπόθηκα δάνεια, των οποίων το κόστος άρχισε να μειώνεται από το 2014, όπως και το βάρος των τόκων εν μέσω πολύ διευκολυντικών νομισματικών πολιτικών.
Σε σχεδόν τα τρία τέταρτα των χωρών που αναλύθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, περίπου το ήμισυ ή περισσότερο των ενοικιαστών χαμηλού εισοδήματος υπερφορτώθηκαν το 2018, δηλαδή πλήρωσαν τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για τα ενοίκια.
Πολιτικές για πιο προσιτά ενοίκια
Το ΔΝΤ διατυπώνει συστάσεις στις κυβέρνησης, ιδιαίτερα ενόψει των πρόσθετων προβλημάτων που δημιουργεί η πανδημία, για τη λήψη μέτρων κοινωνικής πολιτικής που θα κάνουν πιο προσιτά τα ενοίκια.
Η αντιμετώπιση της οικονομικής προσιτότητας των ενοικίων είναι δύσκολη, επειδή οι πολιτικές στέγασης είναι περίπλοκες, τονίζει το ΔΝΤ. Σε γενικές γραμμές, οι αποτελεσματικές πολιτικές θα πρέπει να περιλαμβάνουν προσπάθειες που ενισχύουν τις μακροπρόθεσμες ευκαιρίες εισοδήματος για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και τους νέους, έτσι ώστε να επωφελούνται από τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό της οικονομίας.
Το πιο ισχυρό άμεσο εργαλείο πολιτικής είναι η αύξηση των επιπέδων και της κάλυψης των επιδομάτων στέγασης. Αυτό το μέτρο θα παρείχε στήριξη κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης και πέραν αυτής, και θα μείωνε τα έξοδα ενοικίου των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να ξεκινήσουν πρωτοβουλίες που αυξάνουν την προσφορά οικονομικά προσιτής στέγασης για να μετριάσουν τις πιέσεις ζήτησης μόνιμα. Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να επενδύσουν περισσότερο στην κοινωνική ενοικίαση κατοικιών, ή να προσαρμόσουν τα οικονομικά κίνητρα, για παράδειγμα, φορολογώντας τα κενά ακίνητα και μετατοπίζοντας ορισμένες επιδοτήσεις στέγασης μακριά από εκείνες που ευνοούν τους ιδιοκτήτες κατοικιών υψηλού εισοδήματος προς ιδιωτικές επενδύσεις στην ανάπτυξη κατοικιών.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χρηματοδότηση από τη δέσμη μέτρων Next Generation EU παρέχει την ευκαιρία να καταστούν οι επενδύσεις σε κοινωνικές κατοικίες και δημόσιες υποδομές αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής ανάκαμψης από την πανδημία. Οι μεγαλύτερες επενδύσεις σε κατοικίες θα στηρίξουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς δημιουργώντας απασχόληση, παρέχοντας πιο προσιτή ενοικίαση κατοικιών και διευκολύνοντας την πρόσβαση σε θέσεις εργασίας σε όλες τις τοποθεσίες.
Η πανδημία αναμένεται να επιδεινώσει την οικονομική προσιτότητα της ενοικίασης κατοικιών και τις τάσεις ανισότητας που υπήρχαν ήδη πριν ο COVID-19 πλήξει την Ευρώπη. Οι κυβερνήσεις πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους επειγόντως για να μην επιτρέψουν οι ενοικιαστές χαμηλού εισοδήματος και οι νέοι να μείνουν πίσω.