Από το Σιάτλ και τη Γένοβα στο Νταβός - Ποιος φοβάται την παγκοσμιοποίηση;

του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

 

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπορεί να «επιβίωσε» από το Σιάτλ και τη Γένοβα, αλλά δείχνει να νικήθηκε από τον ίδιο τον εαυτό της.

Μόλις πριν λίγα χρόνια, οι ροές των κεφαλαίων και του παγκόσμιου εμπορίου ήταν απρόσκοπτες, οι πολυεθνικές έστελναν τις επενδυσεις και την παραγωγή όπου υπήρχε το χαμηλότερο κόστος και η νεοφιλελεύθερη λογική είχε επικρατήσει σχεδόν παντού ανά τον κόσμο. 

Ακόμα και σε χώρες όπως η Κίνα μπορεί η οικονομική διακυβέρνηση να ήταν -και να παραμένει- υπό τον έλεγχο του κράτους, αλλά οι κανόνες του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου αποθεώθηκαν και εκεί. Δεν υπήρχε καλύτερο μέρος στον πλανήτη για επενδύσεις και η κινεζική ηγεσία έκανε τα πάντα για να διευκολύνει τους επενδυτές και τη ροή κεφαλαίων και εμπορευμάτων. 

Η παγκοσμιοποίηση ήταν κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, όπως η βαρύτητα, την οποία ουδείς μπορούσε να αμφισβητήσει. 

Αντιδράσεις υπήρξαν, κατά καιρούς σημαντικές, όπως στο 1999 στο Σιάτλ των ΗΠΑ με τις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης οι οποίες έγιναν με αφορμή την τότε συνεδρίαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, το 2020 στην Ουάσιγκτον για τη συνεδρίαση του ΔΝΤ ή το 2021 στη Γένοβα όπου συνεδρίαζε το G8 -η ομάδα των τότε 8 πιο ανεπτυγμένων χωρών.  

Όμως οι δυνάμεις της φθηνής παραγωγής, των εμπορικών και χρηματικών ροών επικράτησαν παγκοσμίως. Επιπλέον, τα κεφάλαια και τα εμπορεύματα κινούνταν σε διεθνή κλίμακα, σε μια σφαίρα προστατευμένη από διεθνείς συμφωνίες, η οποία είναι στην πραγματικότητα απρόσιτη στην πολιτική, καθώς η τελευταία λειτουργεί σε εθνική -άρα τοπική- κλίμακα. Λίγα μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση απέναντι στις διεθνείς αγορές. 

Οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης επικαλούνταν τη μείωση των ανισοτήτων διεθνώς, ανάμεσα στις διάφορες χώρες, η οποία είναι μια πραγματικότητα. 

Όμως οι ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών της Δύσης αυξήθηκαν, τροφοδοτώντας κοινωνική και πολιτική δυσαρέσκεια. 

Η παγκοσμιοποίηση σηματοδότησε την απώλεια θέσεων εργασίας στην παραγωγή, την αποδυνάμωση των συνδικάτων και τελικά τη στασιμότητα των μισθών. 

Δημιουργήθηκε ένας διχασμός ανάμεσα στους «κερδισμένους» από την παγκοσμιοποίηση και τους «χαμένους», με τους τελευταίους να εκφράζονται πολιτικά μέσω του Ντόναλντ Τραμπ, της Μαρίν Λεπέν ή ακόμα και στο δημοψήφισμα για το Brexit. 

Σήμερα, όμως είναι σαφές ότι ο προστατευτισμός επανέρχεται παρόλο που ουδείς το παραδέχεται ανοιχτά.

 Οι ΗΠΑ επιδοτούν γενναιόδωρα με κρατικό χρήμα τη βιομηχανία τους, ενώ Γάλλοι και Γερμανοί, μετά τον αιφνιδιασμό, επιχειρούν να προωθήσουν αντίστοιχες πολιτικές και στην Ε.Ε. 

Το G8… είναι πλέον G7 μετά το 2014 και την αποχώρηση της Ρωσίας, όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι οδεύουμε προς δύο νομισματικές και χρηματοπιστωτικες ζώνες, του δολαρίου και του γιουάν, οι πολυεθνικές αναδιοργανώνουν την αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού τους σε περιφερειακή βάση και αντί για «παγκοσμιοποίηση» μιλάμε πλέον για «περιφερειοποίηση». 

Η ρομποτική τεχνολογία λειτουργεί και αυτή αντίθετα στην παγκοσμιοποίηση, καθώς διευκολύνει τον επαναπατρισμό της παραγωγής. 

Τα ρομπότ είναι ακόμα φθηνότερα από τους χαμηλόμισθους εργάτες σε χώρες που βρίσκονται μακριά. Πέραν της ασφάλειας εφοδιασμού, η απομακρυσμένη παραγωγή σημαίνει αυξημένο μεταφορικό κόστος και υψηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. 

Ακόμα και σε κλάδους που παραδοσιακά ήταν έντασης εργασίας και χαμηλής τεχνολογίας οι αυτοματισμοί έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Τα ρούχα made in Italy, προέρχονταν από την Κίνα, αλλά τώρα παράγονται όλο και περισσότερο στην Ιταλία, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής γίνεται πλέον αυτόματα, με το ανθρώπινο χέρι να κάνει μόνο το «φινίρισμα».

Στο Νταβός συνεδρίασε μια… αυτοαναπαραγόμενη διεθνής ελίτ -με προνομιακή πρόσβαση στο χρήμα, στην εκπαίδευση, στα μέσα ενημέρωσης αλλά και στο πολιτικό σύστημα- η οποία ενισχύθηκε από την παγκοσμιοποίηση και σήμερα «ανησυχεί» για το παγκόσμιο εμπόριο. 

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όμως, μπορεί να «επιβίωσε» από το Σιάτλ και τη Γένοβα, αλλά δείχνει να νικήθηκε από τον ίδιο τον εαυτό της.

Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις άλλαξε δραματικά, αλλά ίσως επειδή ζούμε τις αλλαγές σε «πραγματικό χρόνο» οι συνέπειες και οι προοπτικές δεν είναι ακόμη ορατές. 

Το βέβαιο είναι ότι θα υπάρξουν νικητές και χαμένοι και το ερώτημα είναι πού θα βρίσκονται η Ελλάδα και η Ευρώπη την «επόμενη μέρα».