Παγκόσμια Τράπεζα: Κίνδυνος ύφεσης το 2023 λόγω των συνεχών αυξήσεων στα επιτόκια
Τον κώδωνα του κινδύνου χτυπάει η Παγκόσμια Τράπεζα για τον διεθνή οικονομία. Όπως αναφέρει σε νέα έκθεσή της, ο πλανήτης μπορεί να οδηγηθεί προς μια παγκόσμια ύφεση καθώς οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο αυξάνουν ταυτόχρονα τα επιτόκια για να καταπολεμήσουν τον επίμονο πληθωρισμό.
Μεταξύ άλλων τονίζει ότι οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες –των ΗΠΑ, της Κίνας και της ευρωζώνης– επιβραδύνθηκαν απότομα, οπότε αρκεί ακόμα κι ένα «μέτριο χτύπημα» στην παγκόσμια οικονομία τον επόμενο χρόνο, για να υπάρξει ύφεση. Υπογραμμίζει μάλιστα ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στην πιο απότομη επιβράδυνσή της από το 1970, τη στιγμή που η εμπιστοσύνη των καταναλωτών βυθίζεται πιο απότομα από ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες παγκόσμιες υφέσεις.
«Η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνεται απότομα, με πιθανή περαιτέρω επιβράδυνση, καθώς περισσότερες χώρες πέφτουν σε ύφεση», δήλωσε ξεκάθαρα ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ντέιβιντ Μάλπας, εκφράζοντας την ανησυχία του ότι αυτές οι τάσεις θα επιμείνουν, με καταστροφικές συνέπειες για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Σύμφωνα με την Τράπεζα, οι συγχρονισμένες αυξήσεις επιτοκίων σε παγκόσμιο επίπεδο και οι σχετικές πολιτικές είναι πιθανό να συνεχιστούν και το επόμενο έτος, αλλά μπορεί να μην επαρκούν για να επαναφέρουν τον πληθωρισμό σε επίπεδα πριν από την πανδημία της νόσου Covid-19. Για να μειωθεί ο πληθωρισμός, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να αυξήσουν περαιτέρω τα επιτόκια κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (πάνω από την αύξηση κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες που έχει ήδη καταγραφεί σε σχέση με τον μέσο όρο του 2021).
Ωστόσο, μια αύξηση αυτού του μεγέθους, μαζί με την αναστάτωση που επικρατεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές, θα επιβραδύνει την αύξηση του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στο 0,5% το 2023, που αντιστοιχεί στον τεχνικό ορισμό της παγκόσμιας ύφεσης.
Ο επικεφαλής της Τράπεζας επισήμανε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να μετατοπίσουν την εστίασή τους από τη μείωση της κατανάλωσης στην ενίσχυση της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών για τη δημιουργία πρόσθετων επενδύσεων και κερδών παραγωγικότητας.