Χάσμα μεταξύ θεσμών και ΥΠΟΙΚ για το κόστος των μέτρων και το πλεόνασμα
Κινδύνους για την επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος επισημαίνει στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, εξαιτίας του πακέτου παροχών της κυβέρνησης σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις οφειλών σε έως 120 δόσεις, η επίπτωση των οποίων εκτιμάται υπό εντελώς διαφορετική οπτική γωνία ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών.
Παρότι μέσω της έκθεσης δίνεται ραντεβού τον Σεπτέμβρη για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, οι πρώτες μετρήσεις κόστους αναδεικνύουν μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές, γράφουν η Έλενα Λάσκαρη και η Άννα Φαλτάιτς στο euro2day.gr.
Το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά πως το πακέτο των πρόσφατων μέτρων «κοστίζει» 0,6% του ΑΕΠ, τόσο το 2019 όσο και το 2020, ενώ από την πλευρά τους οι δανειστές θέτουν τον πήχη των δημοσιονομικών επιπτώσεων μεταξύ 1,1% και 1,4% του ΑΕΠ φέτος και ανάμεσα σε 1,2% και 1,5% του ΑΕΠ το 2020. Τυχόν επιβεβαίωση των εκτιμήσεων των δανειστών θα σήμαινε «μαύρη τρύπα», η οποία θα μπορούσε αθροιστικά στη διετία να ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ, αν και στην έκθεση δεν διατυπώνεται σαφής εκτίμηση.
Επισημαίνεται όμως ότι μέσω των ανοιξιάτικων προβλέψεων, πριν την εφαρμογή των μέτρων Τσίπρα, η Κομισιόν εκτιμούσε πως τόσο φέτος όσο και το 2020 θα καλυφθεί ο στόχος για 3,5% του ΑΕΠ όσον αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα.
Από τον πίνακα του «λογαριασμού» προκύπτει πως δανειστές και υπουργείο Οικονομικών συμφωνούν ότι η 13η σύνταξη θα κοστίσει 0,5% του ΑΕΠ φέτος και το 2020, ενώ οι μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών από υψηλότερους σε χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ κοστίζουν 0,3% του ΑΕΠ φέτος και 0,4% του ΑΕΠ το 2020. Οι εκτιμήσεις σε αυτά τα μέτωπα είναι απολύτως ταυτόσημες.
Στο μέτωπο των ρυθμίσεων οφειλών σε 120 δόσεις όμως η απόσταση είναι τεράστια. Το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι μέσω των ρυθμίσεων θα προκύψουν έξτρα έσοδα 0,2% του ΑΕΠ φέτος και 0,3% του ΑΕΠ το 2020. Η έκθεση, από την πλευρά της, βλέπει «τρύπα» εσόδων, εξαιτίας ακριβώς των ρυθμίσεων, από 0,3% έως και 0,6% του ΑΕΠ φέτος, με επανάληψη του ίδιου σκηνικού το 2020.
Πρακτικά οι ρυθμίσεις, κατά τις εκτιμήσεις των δανειστών, είναι αυτές που τινάζουν την μπάνκα των πλεονασμάτων στον αέρα, με άνοιγμα από 600 έως και 1,2 δισ. ευρώ.
Από την έκθεση προκύπτει η πάγια αντίθεση των ξένων σε ρυθμίσεις οφειλών ενώ είναι εμφανής και η αντίθεση στο μείγμα μέτρων που επέλεξε η ελληνική κυβέρνηση, με τους θεσμούς να εκφράζουν επιφυλάξεις αναφορικά με την ποιότητα των δημοσιονομικών μέτρων σε συνάρτηση με το φιλικό τους προφίλ προς την ανάπτυξη.
Όσον αφορά το 2020 και την προαναγγελία νέων μέτρων ελάφρυνσης από τον πρωθυπουργό, η έκθεση δεν μπαίνει στη διαδικασία του «λογαριασμού» όσο βρίσκονται στη σφαίρα των εξαγγελιών, πριν λάβουν μορφή νομοθετικής ρύθμισης. Παραθέτει απλώς τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες το κόστος ανέρχεται σε 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ και στέλνει διακριτικά μηνύματα αναφορικά με την πρόθεση Τσίπρα να χρησιμοποιηθεί ως «εγγύηση» έναντι του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, ειδικός λογαριασμός με 5,550 δισ. ευρώ από το μαξιλάρι των ταμειακών διαθεσίμων.
Με μια «ξερή» αναφορά στο τι έχει ανακοινωθεί από την ελληνική κυβέρνηση, η έκθεση σημειώνει πως όποια πρόταση μεταβάλλει τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup του Ιουνίου 2018 «θα πρέπει να συζητηθεί στο Eurogroup υπό το πρίσμα μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους».