ΤτΕ: Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να συμμετάσχει στο σύστημα υγείας
«H παροχή συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας συμπληρωματικά της κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να αναδείξει τα πλεονεκτήματα των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων: μέσω της αποταμίευσης και της παραγωγικής αξιοποίησής της, μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλος όγκος αποθεματικών, παρέχοντας πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», υποστήριξε ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο 12th Insurance Conference.
Σχολιάζοντας την εικόνα του κλάδου σημείωσε ότι πλέον δεν υπάρχουν οι δυσανάλογοι κίνδυνοι που συνεπάγονταν τα νοσοκομειακά προγράμματα με τις ισόβιες και απεριόριστες καλύψεις, ακόμη και με μηδενική δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων. Σήμερα, τα περισσότερα νοσοκομειακά προγράμματα είναι ετήσια, με λελογισμένους περιορισμούς και απαλλαγές στις καλύψεις. Πλέον δεν υπάρχουν οι εγγυημένες αποδόσεις του ανορθολογικού -ακόμα και για την εποχή εκείνη- 5 και 6%, στις παραδοσιακές ασφαλίσεις ζωής. Τα εγγυημένα επιτόκια αντανακλούν τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες στις αγορές, και σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 2%.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ έχουμε ενδείξεις ότι η ασφαλιστική αγορά έχει αρχίσει να ανακάμπτει την τελευταία διετία, με ρυθμό ανάλογο ή και ταχύτερο από την ελληνική οικονομία. Ήδη από το έτος 2017 υπάρχει αντιστροφή της τάσης συρρίκνωσης της αγοράς καθώς τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν κατά 2,43% έναντι του 2016. Επίσης, από τα στοιχεία 31.12.2018 προκύπτει ότι η αύξηση πέρυσι ήταν 1,83%. Την ίδια περίοδο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 1,5% και 1,9% αντίστοιχα.
Ο Γ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στην επερχόμενη τομή, στην ευρωπαϊκή -και συνεπώς και στην ελληνική- ασφαλιστική βιομηχανία με την καθιέρωση των «Πανευρωπαϊκών Προσωπικών Συνταξιοδοτικών Προϊόντων», των λεγόμενων εν συντομία ΡΕΡΡ.
«Ως γνωστόν, τον προηγούμενο μήνα εγκρίθηκε ο Κανονισμός για τα ΡΕΡΡ, ο οποίος είναι εφαρμοστέος και στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τον Κανονισμό αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μέσω της σχεδίασης και διάθεσης τέτοιων συνταξιοδοτικών προϊόντων, έχουν πλέον τη δυνατότητα να αναλάβουν ένα νέο ρόλο εντός του συστήματος ασφάλισης της κάθε χώρας.
Πρόκειται για μια νομοθετική πρωτοβουλία που δεν αποσκοπεί μόνο στην ενίσχυση των ενιαίων δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διευκόλυνσης της κινητικότητας μέσα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, αλλά εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο, με στόχο την αντιμετώπιση των πιέσεων που ασκούνται στα συνταξιοδοτικά συστήματα από τη γήρανση του πληθυσμού, λόγω υπογεννητικότητας και αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Το δε ελληνικό συνταξιοδοτικό επιβαρύνεται έτι περαιτέρω από την ανεργία και το brain drain.
Για να χαρακτηριστεί ως ΡΕΡΡ ένα συνταξιοδοτικό προϊόν, πρέπει να έχει σχεδιαστεί ώστε να πληροί συγκεκριμένες, πανευρωπαϊκά κοινές προδιαγραφές ποιότητας. Οι προκλήσεις τις οποίες θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανταγωνιζόμενες όχι μόνο άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις αλλά και άλλες επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού, επενδυτικού, ασφαλιστικού κλάδου που θα παρέχουν ΡΕΡΡ, και μάλιστα διασυνοριακά μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι σημαντικές. Χρειάζεται, λοιπόν, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις όχι φοβικά αλλά με τόλμη και αποφασιστικότητα, και συνάμα με σύνεση και προνοητικότητα.
Πέρα, όμως, από το τι θα κάνει η ασφαλιστική αγορά, για να λειτουργήσει ο θεσμός των ΡΕΡΡ, υπάρχει μία «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση. Αυτή έχει να κάνει τόσο με τη φορολογική αντιμετώπιση των εισφορών σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, όσο και των αποδόσεων από τις επενδύσεις του προγράμματος και, τέλος, των παροχών. Αν και θα ήταν ουτοπική η πλήρης φορολογική απαλλαγή και των τριών ως άνω στοιχείων, εντούτοις θα πρέπει, για λόγους ίσης μεταχείρισης, να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι στην κοινωνική ή την επαγγελματική ασφάλιση. Μπορεί ο κρατικός προϋπολογισμός να στερηθεί στην αρχή ορισμένα φορολογικά έσοδα σε σχέση με το αν δεν υπάρξει καμία φορολογική ελάφρυνση. Αυτή, όμως, η υστέρηση θα είναι πρόσκαιρη, λόγω ακριβώς των δευτερογενών θετικών επιπτώσεων που αναμένονται από τις αυξημένες ιδιωτικές αποταμιεύσεις που θα προκύψουν».
«Τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι πλέον στενά», συνέχισε ο Γ. Στουρνάρας. Παραδέχτηκε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-6,6 ποσ. μον. του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου ΕΕ-28 -0,2 ποσ. μον. του ΑΕΠ).
«Εντούτοις» συνέχισε, «ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αφενός, η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις από τα δημόσια ταμεία και συνεπάγεται υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη. Αφετέρου, η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα πιθανόν με αναδρομική ισχύ. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές συνδυαστικά αποτελούν τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα αποτελέσματα σχετικής εμπειρικής διερεύνησης της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι τόσο η ταχεία αύξηση του πληθυσμού 65 ετών και άνω όσο και η ενίσχυση της αβεβαιότητας για ενέργειες πολιτικής που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επιδρούν δυσμενώς και στον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ».