Το «σύνδρομο της Κίνας» οδηγεί την Ευρώπη στο περιθώριο
Η επίσκεψη του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στην Κίνα έφερε στο προσκήνιο το επόμενο μέτωπο με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπη η Ε.Ε., καθώς αργά ή γρήγορα θα πιεστεί να διαλέξει στρατόπεδο ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο.
Οι ΗΠΑ δεν κρύβουν ότι θεωρούν την Κίνα στρατηγικό αντίπαλο και, ήδη από την εποχή του Τραμπ, προσπαθούν να «πείσουν» την Ε.Ε. να συνταχθεί μαζί τους.
Οι Βρυξέλλες ακολούθησαν ενθουσιωδώς τη γραμμή των ΗΠΑ με τη Μόσχα, επιλέγοντας να κόψουν τον ενεργειακό ομφάλιο λώρο Ευρώπης – Ρωσίας, με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να υπερθεματίζει και να πρωτοστατεί. Η παράνομη εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και ο πόλεμος συνέβαλαν σε αυτό.
Ωστόσο, με την Κίνα τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς η χώρα αυτή αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διευρύνει την παγκόσμια επιρροή της και για πολλούς μοιάζει αδιανόητο ότι η Γηραιά Ήπειρος θα μπορούσε να ακολουθήσει τις ΗΠΑ στην πολιτική της λεγόμενης «αποσύνδεσης» από την «χώρα του δράκου».
Ενδεικτικό της ευρωπαϊκής αμηχανίας είναι ότι ο Εμανουέλ Μακρόν, αμέσως μετά την επίσκεψη στο Πεκίνο είπε ξεκάθαρα ότι η Ευρώπη δεν θα πρέπει να γίνει «παρακολούθημα» των ΗΠΑ, ούτε να συμμετέχει σε κρίσεις που δεν είναι δικές της, αναφέρομενος προφανώς στην Ταϊβάν. Οι δηλώσεις Μακρόν ήταν σε διάσταση με τη ρητορική της προέδρου της Κομισιόν η οποία κατακεραυνώνει το Πεκίνο για την υποστήριξη προς τη Μόσχα. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Γάλλο πρόεδρο να επαναφέρει τη ρητορική περί «στρατηγικής αυτονομίας» της Ε.Ε.. Μια ρητορική που μπορεί να μοιάζει άκαιρη πλέον, όπως και η παλαιότερη διαπίστωση του κ. Μακρόν ότι το ΝΑΤΟ ήταν «εγκεφαλικά νεκρό», αλλά δείχνει ότι η Γαλλία επιμένει ευρωπαϊκά.
Οι ΗΠΑ -ή τουλάχιστον ορισμένοι κύκλοι στο εσωτερικό της χώρας- αισθάνονται απειλή από την ανερχόμενη Κίνα και επιχειρούν να την ανακόψουν δημιουργώντας έτσι μια δυναμική που οδηγεί στο σχηματισμό δύο μεγάλων στρατοπέδων παγκοσμίως.
Όσο οι δύο πόλοι απομακρύνονται μεταξύ τους τόσο ενισχύεται η εσωτερική συνοχή τους.
Η συσπείρωση γύρω από ένα «μέτωπο της Δύσης» προκαλεί αντισυσπείρωση σε ένα άλλο, αντίπαλο μέτωπο.
Οι κυρώσεις στη Ρωσία έριξαν την τελευταία στην αγκαλιά της Κίνας και ήδη οι χώρες BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική) σχεδιάζουν από κοινού μια νέα νομισματική ζώνη ανταγωνιστική του δολαρίου.
Η Κίνα επιχειρεί ανοιχτά πλέον να μετατρέψει την οικονομική της ισχύ σε γεωπολιτική και διπλωματική επιρροή.
Ένα από τα θέματα συζήτησης στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας την περασμένη εβδομάδα ήταν η τακτική που ακολουθεί το Πεκίνο ως προς τα δάνεια σε φτωχές χώρες, κυρίως της Αφρικής. Οι φτωχότερες υπερχρεωμένες χώρες του πλανήτη, ο αποκαλούμενος και «Παγκόσμιος Νότος» αδυνατεί να τα βγάλει πέρα μετά την πανδημία και την αύξηση των επιτοκίων.
Η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν έχει κατηγορήσει ανοιχτά την Κίνα, λέγοντας ότι σφίγγει τα λουριά και βυθίζει τις χώρες αυτές βαθύτερα στη φτώχεια, καθώς αρνείται να προχωρήσει σε διαγραφές χρέους, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν τα μέλη του μέλη του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Βέβαια, τέτοια κριτική προερχόμενη από το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ μοιάζει με ειρωνεία της ιστορίας καθώς το ίδιο το Ταμείο υπήρξε ένα βασικό εργαλείο επέκτασης της οικονομικής και διπλωματικής επιρροής των ΗΠΑ διεθνώς, ενώ ο ρόλος τους ειδικά στη Λατινική Αμερική υπήρξε τουλάχιστον αμφιλεγόμενος.
Πίσω από το… ανθρωπιστικό ενδιαφέρον της Δύσης, βρίσκεται η ανησυχία για την οικονομική κατάκτηση της Αφρικής από την Κίνα, η οποία εξελίσσεται σε δανειστή εσχάτης καταφυγής, ανταγωνιστικό του ΔΝΤ, για τον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο.
Η Κίνα πράγματι επιδιώκει να ενισχύσει την οικονομική και γεωπολιτική επιρροή της και την πρόσβασή της σε ορυκτά και άλλες πρώτες ύλες στις χώρες αυτές. Και βέβαια δεν υπάρχει ισχυρότερο πολιτικό και διπλωματικό εργαλείο από το δανεισμό και τα… «μνημόνια κατανόησης» που τον συνοδεύουν.
Σε ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον το περιεχόμενο που θα μπορούσε να έχει η «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία» είναι ένα μεγάλο ερώτημα σήμερα, καθώς όλα δείχνουν ότι ο κόσμος χωρίζεται στα δύο και η Ε.Ε. δεν δείχνει ούτε έτοιμη αλλά ούτε και αποφασισμένη να αναδειχθεί στον τρίτο πόλο.