Στα 226 τρισ. δολ. εκτινάχθηκε το παγκόσμιο χρέος το 2020

Εχοντας εκτοξευθεί στο δυσθεώρητο ύψος των 226 τρισ. δολαρίων το 2020, από μια αύξηση κατά 27 τρισ. δολ. μέσα στην πανδημία, το συνολικό χρέος των οικονομιών ανά τον κόσμο αναμένεται να παραμείνει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και το 2021. Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ για τη δημοσιονομική εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας, το παγκόσμιο χρέος αγγίζει οριακά το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

 

Οι αιτίες της εκτόξευσης ήταν οι εκτεταμένες αγορές ομολόγων στις οποίες κατέφυγαν κατά κύριο λόγο οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο και ειδικότερα στις ανεπτυγμένες οικονομίες, αλλά και οι τράπεζες πολλών χωρών που προσπάθησαν να διατηρήσουν υπό έλεγχο το κόστος του δανεισμού των χωρών τους.

Νέα μέτρα τόνωσης

Το Ταμείο υπολογίζει πως οι δέσμες μέτρων που ενέκριναν οι ανεπτυγμένες οικονομίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ ενδέχεται να προσθέσουν αθροιστικά 4,6 τρισ. δολ. στο παγκόσμιο ΑΕΠ την περίοδο από το 2021 ώς το 2026. Προεξοφλεί πως θα εγκριθούν νέα πρόσθετα μέτρα τόνωσης των οικονομιών μέσα στο 2022 στις ανεπτυγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, θα εξακολουθήσουν οι χώρες να υιοθετούν δημοσιονομική πολιτική που θα στηρίζει την ανάπτυξη και τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα περιοριστούν στη διάρκεια του 2021 κατά περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κατά μέσον όρο.

Ωστόσο, το Ταμείο προβλέπει πως τα ελλείμματα θα παραμείνουν πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα ιδιαιτέρως στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Ευελπιστεί πως θα περιοριστούν περαιτέρω κατά σχεδόν τρεις εκατοστιαίες μονάδες στο επόμενο έτος για να επανέλθουν τελικά στα προ πανδημίας επίπεδα το 2026.

 

Οπως επισημαίνει όμως, στις αναδυόμενες οικονομίες και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος η ανεπάρκεια εμβολίων και η αργή εμβολιαστική διαδικασία ανακόπτουν την ανάπτυξη και οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να στρέφουν τις δαπάνες σε προτεραιότητες σχετικές με την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το παγκόσμιο χρέος αγγίζει οριακά το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Με δεδομένο το υψηλό κόστος του δανεισμού τους και τα περιορισμένα δημόσια έσοδα, οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν την αναγκαία δημοσιονομική στήριξη στις οικονομίες τους ούτε να εξυπηρετήσουν το χρέος τους. Οπως τονίζει το Ταμείο, η συσσώρευση χρέους έχει αυξήσει και τις δανειακές ανάγκες πολλών κυβερνήσεων με πολλές από τις χώρες χαμηλού εισοδήματος να έχουν αυξημένες ανάγκες για διεθνή βοήθεια και σε ορισμένες περιπτώσεις για αναδιάρθρωση του χρέους τους.

Το Ταμείο εκφράζει ανησυχία για την πρόσθετη επιβάρυνση που μπορεί να επιφέρουν στα δημόσια οικονομικά των χωρών οι ελλείψεις εμβολίων, τα διάφορα κινήματα των αντι-εμβολιαστών και τα νέα στελέχη του κορωνοϊού. Και βέβαια μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω το χρέος πολλών κυβερνήσεων αν επιβαρυνθεί από προγράμματα δανείων και μέτρων στήριξης.

 

Φόβοι για αναταραχή

Σύμφωνα με το Ταμείο, περαιτέρω αποσταθεροποιητικοί παράγοντες μπορούν να αποβούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, καθώς στη διάρκεια του τρέχοντος έτους η πανδημία οδήγησε στη φτώχεια εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, που υπολογίζονται από 65 έως 75 εκατομμύρια.

Συνιστά, ως εκ τούτου, στις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν δημοσιονομικές πολιτικές για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και να διευκολύνουν τον μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας σε ένα νέο μοντέλο πιο παραγωγικό, με μεγαλύτερη συμμετοχή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην αγορά εργασίας και στην ανάπτυξη, με πράσινη ενέργεια αλλά και σαφώς πιο ανθεκτικό σε υγειονομικές ή άλλες κρίσεις. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι θα υπάρξει διαφάνεια και οι εξουσίες, πολιτικές ή οικονομικές, να είναι υπόλογες όπως και να εκπονηθεί ένα σχέδιο για να αναπληρωθούν μεσοπρόθεσμα τα λεγόμενα δημοσιονομικά «μαξιλάρια».

Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, το Ταμείο επισημαίνει πως χρειάζεται πρωτίστως διεθνείς συνεργασίες για να γεφυρωθούν οι ανισότητες σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα σε εμβόλια, θεραπείες, φάρμακα και εξοπλισμό προσωπικής προστασίας. Συνιστά επίσης σε πολλές χώρες να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις στην παιδεία, στην υγεία και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τις καλεί να αυξήσουν τις δαπάνες για να διατηρήσουν τους εργαζομένους στις θέσεις τους αλλά και να ενισχύσουν το δίχτυ κοινωνικής προστασίας.

Υπογραμμίζει, επίσης, ότι είναι ανάγκη να επανασχεδιασθεί η δημοσιονομική πολιτική ώστε να συμβαδίζει με τον ρυθμό της ανάκαμψης και να επιτευχθεί ο σωστός συνδυασμός δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αν, πάντως, αυξηθεί η ζήτηση ταχύτερα από τις προβλέψεις, συνιστά στροφή σε συνετή δημοσιονομική πολιτική ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος αιφνίδιας εκτόξευσης του κόστους δανεισμού, καθώς κάτι τέτοιο θα εκτροχιάσει την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Καλεί επίσης τις κυβερνήσεις των αναδυόμενων αγορών να αυξήσουν μεν τις δαπάνες μεσοπρόθεσμα, αλλά να μεριμνήσουν για να βελτιωθεί η αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων.