Προϋπολογισμός 2023: Ανάπτυξη 1,8% και πληθωρισμός στο 5% - Οι στόχοι και οι αβεβαιότητες
Το Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε σήμερα, Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022, προς συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων τον Κρατικό Προϋπολογισμό του έτους 2023 με τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη εφέτος να διαμορφώνονται στο 5,6% και τον πληθωρισμό στο 9,7%. Για την ερχόμενη χρονιά προβλέπεται ανάπτυξη 1,8% και πληθωρισμός 5%.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος βραχυπρόθεσμα για την ελληνική οικονομία, όπως αποτυπώνεται στην εισηγητική έκθεση, προέρχεται από τις τιμές ενέργειας και τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις τους στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στην κατανάλωση, στις επενδύσεις (μέσω της επιβάρυνσης του κόστους δανεισμού) και στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας (τουρισμός, εμπόριο καυσίμων) λόγω του πληθωρισμού και της αύξησης του μεταφορικού κόστους.
Ανάπτυξη και πληθωρισμός
Για το 2022 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5,6%, σχεδόν διπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έναντι 5,3% που είχε προβλεφθεί στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, 4,5% που είχε προβλεφθεί στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2022 και 3,1% που είχε εκτιμηθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2022, τη στιγμή που ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή εκτιμάται να αυξηθεί κατά 9,7%, εν μέσω διεθνών πληθωριστικών πιέσεων.
Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω και να διαμορφωθεί σε 12,7% έναντι 13,9% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και 14,2% στον Προϋπολογισμό του 2022.
Για το 2023, υπό τις εξαιρετικά αβέβαιες συνθήκες διαμόρφωσης προβλέψεων, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 5%, έναντι 6,1% της Ευρωζώνης και 7,0% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η ανάπτυξη αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,8%, έναντι μόλις 0,3% που εκτιμάται για το μέσο όρο της Ευρωζώνης και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αυξημένοι κίνδυνοι
Οπως επισημαίνεται «οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο για το 2023, είναι αυξημένοι και συνδέονται κατά κύριο λόγο με τις γεωπολιτικές προκλήσεις, την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, τις συνθήκες εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο, τις τιμές της ενέργειας και των καυσίμων και την Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική.».
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως αναφέρει το οικονομικό επιτελείο,το βασικό όπλο οικονομικής άμυνας της χώρας είναι η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, αξιοποιώνταςτους διαθέσιμους πόρους, προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και του αυξημένου πληθωρισμού στην ελληνική κοινωνία και τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Παράλληλα, η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων είναι το διαβατήριο για την πρόσβαση στις αγορές, αλλά και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, έτσι ώστε να διατηρηθεί η θετική οικονομική προοπτική της χώρας για τα επόμενα έτη.
Τα μέτρα του 2023
Ο προϋπολογισμός δεν περιλαμβάνει νέα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, πέραν όσων ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Ωστόσο, είναι σαφές ότι αναλογα με τον δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί στις αρχές του 2023 θα ενεργοποιηθούν νέα μέτρα ανάλογα με τις προτεραιότητες που θα θέσει η κυβέρνηση στα μέτωπα της ενέργειας, της ακρίβειας των τροφίμων και της επιδότησης των στεγαστικών δανείων λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Στο πλαίσιο αυτό, το 2023 ο δημοσιονομικός σχεδιασμός αναμένεται να κινηθεί σε συγκριτικά στενότερα περιθώρια έναντι της μεγάλης δημοσιονομικής επέκτασης που ακολουθήθηκε για τις κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας την περίοδο 2020 – 2022. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική, που στήριξε την ανάκαμψη σχήματος «V» της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να φέρει μακροοικονομικά οφέλη και στο 2023.
Οι αυτόματοι σταθεροποιητές της ελληνικής οικονομίας, που στην παρούσα συγκυρία δρουν προς αποφυγή μιας μεγάλης επιβράδυνσης της ανάπτυξης, ενισχύονται από το 2023 με τα νέα μέτρα ελάφρυνσης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τη μόνιμη μείωση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών περίπου 2,2 εκατ. εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, με επέκταση του μέτρου στο δημόσιο και στους συνταξιούχους.
Πέραν αυτών των δύο μέτρων, τα νέα κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας με έναρξη εφαρμογής το 2023, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο 2023, την αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), τη διευθέτηση μισθολογικών αιτημάτων των ενόπλων δυνάμεων, την κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), την αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα, τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και του τέλους επιτηδεύματος, την αναστολή του ΦΠΑ για νέες οικοδομές και το συνολικό πλαίσιο δράσεων στήριξης της στέγασης, με επίκεντρο τη νέα γενιά.
Θα επιμείνει ο πληθωρισμός
Από την άνοιξη του 2023, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ενδυναμωθεί στη βάση των ως άνω μέτρων και της βαθμιαίας υποχώρησης του ρυθμού αύξησης του δείκτη τιμών. Σταδιακά μέσα στο 2023 οι διεθνείς τιμές στο πετρέλαιο αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω, ενώ το ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα συνεχίσει να επιδοτείται και οι συνέπειες της πανδημικής περιόδου στη λειτουργία της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας αναμένεται να έχουν πλέον εξαλειφθεί.
Ωστόσο, η μετακύλιση του ενεργειακού κόστους σε αγαθά και υπηρεσίες για τα οποία οι τιμές τείνουν να αλλάζουν αργά, αναμένεται να διατηρήσει υψηλά τον πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα, ο ρυθμός πληθωρισμού το 2023 προβλέπεται ηπιότερος έναντι του 2022, αλλά αυξημένος έναντι των προβλέψεων του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2023 (από 3% σε 5%). Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί το 2023, κατά μέσο όρο, σε 7,0% στην ΕΕ και 6,1% στην Ευρωζώνη.
Επιπλέον, για το έτος 2023 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 8,3 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 3,6 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων, στο οποίο έως σήμερα έχουν ενταχθεί 440 έργα και εμβληματικές επενδύσεις ύψους 13,7 δισ. ευρώ.