Πολιτική επανεκκίνηση, με συνεννόηση και συνεργασίες
Η τραγωδία των Τεμπών ανέδειξε πλειάδα παθογενειών σε διαφορετικά επίπεδα.
Οι κυβερνητικές ευθύνες είναι αδιαμφισβήτητες και δεν ξεπερνιούνται με μια υπουργική παραίτηση και μια πρωθυπουργική συγγνώμη.
Υπήρξε κυβερνητική ανεπάρκεια στο σχεδιασμό και τη διαχείριση ενός τόσο κρίσιμου τομέα όπως είναι οι σιδηρόδρομοι, σε αντίθεση, μάλιστα, με την επικοινωνιακή ρητορική του εκσυγχρονισμού και της αποτελεσματικότητας την οποία προέβαλε συστηματικά η κυβέρνηση.
Υπάρχουν ασφαλώς διαχρονικές παθογένειες και αντίστοιχες ευθύνες που έχουν να κάνουν κυρίως με τη λειτουργία του Κράτους, η οποία είναι βαθιά προβληματική επί δεκαετίες και βαριά τραυματισμένη από τον αποδεκατισμό που έγινε επί μνημονίων.
Αναδεικνύονται επίσης και τα προβλήματα των ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες δογματικά αποθεώθηκαν διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες από το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας και επιβλήθηκαν μάλιστα στην Ελλάδα από την Ε.Ε. και την Τρόικα.
Η πώληση της ΤΡΕΝΟΣΕ ήταν υποχρέωση του δεύτερου μνημονίου, η οποία υλοποιήθηκε το 2017. Η εταιρεία πουλήθηκε στους… κρατικούς ιταλικούς σιδηροδρόμους και η ιδιωτικοποιημένη πλέον εταιρεία (Hellenic Train) έχει αναλάβει το μεταφορικό έργο, ενώ ο κρατικός ΟΣΕ έχει την ευθύνη των υποδομών.
Υπάρχουν αρκετά ερωτήματα σε σχέση με τη σύμβαση μεταξύ Hellenic Train και ελληνικού Δημοσίου που υπεγράφη το 2022 και το κατά πόσον έγιναν «εκπτώσεις» στις εκατέρωθεν δεσμεύσεις για επενδύσεις και αναβάθμιση των υποδομών ασφαλείας.
Η ασφάλεια των πολιτών έχει κόστος το οποίο αργά ή γρήγορα θα συγκρουστεί με την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κερδοφορία που είναι η προτεραιότητα για μια ιδιωτική επιχείρηση.
Με άλλα λόγια η τραγωδία έφερε στο φως ένα συνδυασμό κυβερνητικής ανεπάρκειας και χρόνιας δυσλειτουργίας του δημοσίου, σε έδαφος μιας δυσλειτουργικής ιδιωτικοποίησης η οποία επιβλήθηκε από τους δανειστές σε περιβάλλον οικονομικής κρίσης.
Το μοτίβο της σύμπτωσης χρόνιων παθογενειών με διαχειριστική ανεπάρκεια και μια τραγική συγκυρία το έχουμε δυστυχώς ξαναζήσει. Πότε οι πλημμύρες, πότε οι φωτιές, τώρα το δυστύχημα, αναδεικνύουν με δραματικό τρόπο παθογένειες και προβλήματα που προϋπάρχουν, τα οποία ουδεμία κυβέρνηση είναι σε θέση να αντιμετωπίσει.
Το πολιτικό πρόβλημα
Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, αλλά βαθιά πολιτικό.
Τα κόμματα στην Ελλάδα έχουν προσαρμοστεί στο σύστημα της εναλλαγής μονοκομματικών κυβερνήσεων, έχοντας ως προτεραιότητα να ανατρέψουν την εκάστοτε κυβέρνηση, προκειμένου να αναλάβουν την εξουσία και τη διαχείριση του «Κράτους – λάφυρου» και των πόρων του.
Τα κόμματα εξουσίας γίνονται πολυσυλλεκτικά, καθώς στην ουσία απευθύνονται στο ίδιο κοινό και ο κοινοβουλευτισμός αποδυναμώνεται. Ουδείς βουλευτής διανοείται να εκφράσει διαφωνία για να μην θεωρηθεί προδότης και τα νομοσχέδια έρχονται «φυτευτά» από την κυβέρνηση.
Η έμφαση δίνεται στις παροχές και όχι στο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, αφού όλοι ξέρουν ότι κάθε νέα κυβέρνηση θα ανατρέψει -ή στην καλύτερη περίπτωση δεν θα συνεχίσει- τα όποια έργα της προηγούμενης. Γιαυτό και ουδείς δίνει σημασία στα κυβερνητικά προγράμματα. Ούτε οι πολίτες, ούτε τα κόμματα.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν μπορεί να υπάρξει μακροχρόνιος σχεδιασμός, ούτε οι μεγάλες θεσμικές αλλαγές που χρειάζεται η χώρα.
Το θέμα των τρένων, για παράδειγμα, δεν είναι τεχνικό ούτε αποκομμένο. Δεν είναι -μόνο- θέμα τεχνολογίας και οργάνωσης. Αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα συγκροτηθούν οι εθνικές μεταφορές, το παραγωγικό μοντέλο που θα κληθούν να υπηρετήσουν, τις εργασιακές σχέσεις των ανθρώπων και τις παραγωγικές σχέσεις με τους προμηθευτές και το εμπόριο, τις δομές ανεξάρτητης εποπτείας, τη λειτουργία της Δικαιοσύνης…
Με λίγα λόγια, έχει να κάνει με τη δομή ενός σύγχρονου Κράτους, το οποίο λειτουργεί προς όφελος των πολιτών του.
Σχέδιο, συνεννόηση και δεσμεύσεις
Για να χτιστεί, όμως, ένα τέτοιο Κράτος, χρειάζονται συνολικό, μακροχρόνιο σχέδιο και ευρύτατες θεσμικές αλλαγές, τις οποίες μια κυβέρνηση -οποιαδήποτε και αν είναι αυτή- δεν μπορεί να κάνει μόνη της.
Είναι δεδομένο ότι τα πλέον αξιοζήλευτα Κράτη στην Ευρώπη οικοδομήθηκαν με κυβερνήσεις συνεργασίας.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας επιβάλλουν διαπραγματεύσεις και συνεννοήσεις προκειμένου να γίνουν προγραμματικές συμφωνίες, δεσμευτικές, οι οποίες θα έχουν απήχηση στην κοινωνία και τους ψηφοφόρους.
Για να υπάρξουν, όμως, κυβερνήσεις συνεργασίας χρειάζεται σχέδιο, συνεννόηση και δεσμεύσεις.
Αυτό, όμως, είναι το πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα και όχι τα ποσοστά και οι πρωτιές των κομμάτων.
Απουσιάζουν το σχέδιο, η συνεννόηση και οι δεσμεύσεις.
Στην πραγματικότητα το πολιτικό σύστημα χρειάζεται κυβερνήσεις συνεργασίας -και βέβαια απλή αναλογική- προκειμένου να εξελιχθεί και να ανταποκριθεί στις ανάγκες μετασχηματισμού της χώρας.
Μπορεί βέβαια υπό τέτοιες συνθήκες να προκύψουν κομματικές διασπάσεις και νέα κόμματα, καθώς οι ιδεολογικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις θα μπορούν να εκφραστούν πιο καθαρά, χωρίς να «πνίγονται» στην κομματική πειθαρχία των πολυσυλλεκτικών κομμάτων.
Κάτι τέτοιο όμως ίσως είναι ζητούμενο και όχι πρόβλημα.