Πάνω από 31 τρισ. δολάρια το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ
Ο δανεισμός της υπερδύναμης προκειμένου να στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις την περίοδο της πανδημίας αύξησε το χρέος της κατά 8 τρισ. δολ. από τις αρχές του 2020 ● Η αλματώδης άνοδος των επιτοκίων προσθέτει 1 τρισ. δολ. επιπλέον, αλλά ουδείς ανησυχεί ότι θα υπάρξουν προβλήματα καταβολής των τοκοχρεολυσίων.
Το χρέος των ΗΠΑ ξεπέρασε για πρώτη φορά τα 31 τρισ. δολάρια ωστόσο ουδείς στον πλανήτη ανησυχεί ότι η υπερδύναμη μπορεί να έχει την τύχη της… Σρι Λάνκα. Η αμερικανική κυβέρνηση αύξησε κατακόρυφα τον δανεισμό της στη διάρκεια της πανδημίας προκειμένου να χρηματοδοτήσει τη στήριξη που παρείχε σε οικονομία, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν από τις αρχές του 2020 το ανεξόφλητο χρέος να αυξηθεί κατά περίπου 8 τρισ. δολάρια.
Ο δανεισμός αυτός τόσο από την κυβέρνηση Τραμπ όσο και την κυβέρνηση Μπάιντεν πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που τα επιτόκια ήταν χαμηλά. Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι συνεχείς και μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων της Fed στη μάχη που δίνει για να δαμάσει τον πληθωρισμό έχουν ανεβάσει τα επιτόκια στο 3%-3,25% ενώ οι προβλέψεις είναι ότι ώς τα μέσα του 2023 αυτά θα έχουν φθάσει το 4,6%.
Τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν ακριβότερο το κόστος δανεισμού και θα καταστήσουν την εξυπηρέτηση του αμερικανικού χρέους πιο δαπανηρή με την πάροδο του χρόνου, γεγονός το οποίο εγείρει ήδη ενστάσεις για την ορθότητα της συνέχειας του κρατικού υπερδανεισμού.
Το Ιδρυμα Peterson εκτιμά ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα μπορούσαν να προσθέσουν επιπλέον 1 τρισ. δολάρια σε όσα δαπανά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση για πληρωμές τόκων αυτή τη δεκαετία. Το ποσό αυτό είναι επιπλέον των 8,1 τρισ. δολαρίων που αποτελεί σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου τον περασμένο Μάιο το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Η Επιτροπή Δημοσιονομικά Υπεύθυνου Προϋπολογισμού προειδοποιεί από την πλευρά της, για τριπλασιασμό των τοκοχρεολυσίων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και εκτόξευση του χρέους σε νέα επίπεδα ρεκόρ ως την επόμενη δεκαετία ή και ακόμη νωρίτερα, πολύ πιο γρήγορα και υψηλότερα από ό,τι αναμενόταν.
Ας σημειωθεί ότι τις τελευταίες εβδομάδες, αξιωματούχοι της κυβέρνησης έχουν υποστηρίξει φραστικά κινήσεις μείωσης του ελλείματος με τη μορφή αύξησης της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων και των μεγάλων εταιρειών, οι οποίες θα αποτελέσουν το αναγκαίο συμπλήρωμα στη σύσφιγξη της Fed. Οι αξιωματούχοι τονίζουν όμως παράλληλα ότι τα επίπεδα χρέους και ελλείμματος δεν είναι απειλητικά ούτε διαβλέπουν κάποια δημοσιονομική κρίση να καραδοκεί.
Σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι το προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό κόστος των τόκων της κυβέρνησης –η προτιμώμενη μέτρηση για το βάρος του χρέους– παραμένει ιστορικά χαμηλό ως μερίδιο της οικονομίας και ότι θα ήταν λάθος η αλλαγή των δημοσιονομικών προτεραιοτήτων ως απάντηση στην αύξηση των επιτοκίων.
Τα επίπεδα δανεισμού των ΗΠΑ εκτινάχθηκαν με απίστευτη ορμή την τελευταία δεκαετία. Οταν ανέλαβε καθήκοντα προέδρου ο Μπαράκ Ομπάμα, στις 20 Ιανουαρίου 2009, το δημόσιο χρέος ήταν 10,6 τρισ. δολάρια. Ως την αναρρίχηση του Ντόναλντ Τραμπ στον προεδρικό θώκο, στις 20 Ιανουαρίου 2017 (και ενώ μεσολάβησε η πανάκριβη διάσωση των τραπεζών από την κυβέρνηση Ομπάμα) αυτό είχε αγγίξει τα 19,9 τρισ. δολάρια, ενώ έως ότου πάρει τα ηνία της χώρας ο Μπάιντεν, στις 20 Ιανουαρίου 2021, είχε φτάσει τα 27,8 τρισ. δολάρια.
Ισχυρότερο δολάριο
Ουδείς ωστόσο διανοείται σήμερα ότι η χώρα που εκδίδει το αποθεματικό νόμισμα του πλανήτη θα μπορούσε να έχει προβλήματα στο μέλλον με την εξυπηρέτηση του χρέους της. Το δολάριο και οι αποτιμώμενοι σε αυτό τίτλοι όπως τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ είναι περιζήτητα από τις περισσότερες χώρες της υφηλίου, καθώς αποτελούν λίαν ασφαλή επένδυση – ενίοτε και αποδοτική.
Οι ΗΠΑ μπορούν λόγω του δολαρίου να χρηματοδοτούν τις ανάγκες τους αυξάνοντας άφοβα το χρέος τους. Τα σημερινά υψηλότερα επιτόκια δεν σημαίνουν μόνο υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των ΗΠΑ στο μέλλον αλλά και ισχυρότερο δολάριο με υψηλότερες αποδόσεις σε όσους διατηρούν στο χαρτοφυλάκιό τους αμερικανικά ομόλογα. Και αυτό υποδεικνύει προσέλκυση κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ που σε άλλες συνθήκες θα επενδύονταν σε άλλες χώρες του κόσμου. Αυτές έχουν το μεγάλο πρόβλημα.
Πηγή: politicus.gr