ΟΟΣΑ: «Καυτή» η διετία 2023-2024 στην Ελλάδα - Οι αδυναμίες και τα σημαντικά στοιχήματα
Η διετία 2023-2024 θα είναι διετία μεγάλου οικονομικού –κατά συνέπεια και κοινωνικού– «πόνου» και χρηματοδοτικής ασφυξίας, είναι το μήνυμα της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Το μήνυμα με την πιο μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σημασία είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει διαρθρωτικές αδυναμίες που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση και ο ορίζοντάς της βαρύνεται από σημαντικά στοιχήματα και ρίσκα. Βέβαια κατά τη χθεσινή παρουσίασή της στο υπουργείο Οικονομικών περίσσεψαν οι κυβερνητικοί τόνοι αυτοδικαίωσης, όπως αρμόζει στην προεκλογική συγκυρία.
Η έκθεση πράγματι διαπιστώνει βήματα προόδου, όσον αφορά κυρίως τις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και την αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ τη διετία 2021-2022, αλλά ταυτόχρονα βρίθει δυσάρεστων εκτιμήσεων για την επόμενη διετία καθώς και πολλών και σημαντικών «αλλά» όσον αφορά στα μακρο-οικονομικά στοιχεία.
«Καυτή» διετία
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο των προβλέψεων του Οργανισμού είναι αυτό για τη μείωση του πληθωρισμού στο 3,7% το 2023. Υπενθυμίζεται ότι ο ελληνικός προϋπολογισμός προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα ανέλθει το 2023 σε 5%, ενώ η Κομισιόν έχει εκτιμήσει ότι θα κινηθεί στο 6%. Το 3,7% είναι η καλύτερη έως σήμερα πρόβλεψη από επίσημο διεθνή φορέα.
Μία εξήγηση είναι η αισιοδοξία που διαμορφώνεται τελευταία, με βάση τα στοιχεία του Νοεμβρίου που δημοσιοποίησαν η ΕΛΣΤΑΤ και η Eurostat, όπου όμως η μείωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην «επίπτωση βάσης», δηλαδή στον αρχόμενο υψηλό πληθωρισμό τους αντίστοιχους περσινούς μήνες.
Η αισιόδοξη εκτίμηση του ΟΟΣΑ για τον πληθωρισμό πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με άλλες μακρο-οικονομικές εκτιμήσεις του και κυρίως με την αρνητικά εντυπωσιακή εκτίμησή του ότι οι αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς κρατικού ομολόγου θα κυμανθούν περί το 6,5% τόσο το 2023 όσο και το 2024! Αυτή η εκτίμηση προδίδει μια άλλη γενικότερη: ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα υλοποιήσει την «απειλή» της για συνέχιση της αύξησης των επιτοκίων σε επίπεδα πάνω από τις επικρατούσες αισιόδοξες προβλέψεις, έως το 4,5%-5%!
Η αμέσως επόμενη αρνητικά εντυπωσιακή εκτίμηση είναι ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα αυξηθεί περαιτέρω από το εκτιμώμενο 7,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 8,9 και 8,8% του ΑΕΠ το 2023 και 2024 αντίστοιχα. Αυτή η εκτίμηση εμπεριέχει μια παραδοχή καθόλου κολακευτική: ότι ούτε η ισχυρή επιβράδυνση της οικονομίας μπορεί να μειώσει το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, αντίθετα μάλιστα θα το αυξήσει! Ο συνδυασμός πολύ υψηλών αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και πολύ υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σηματοδοτεί μια διετία χρηματοδοτικής «ασφυξίας» καθώς το έλλειμμα στο ισοζύγιο θα αυξάνει τις ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα η μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού θα «κλείνει» τις αγορές αυξάνοντας τρομερά το κόστος δανεισμού για τράπεζες, επιχειρήσεις και Δημόσιο.
«Αλλά» και συστάσεις
Σε τέτοιες συνθήκες οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί ότι η οικονομία θα παραμείνει σε τροχιά ανάπτυξης αποφεύγοντας την ύφεση, με επιβράδυνση 5 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2022, ισοδυναμούν με «σύνδρομο άρνησης» να διαβαστούν με ουσιαστικό τρόπο οι προβλέψεις της έκθεσης στο σύνολό τους και στην αλληλοσυσχέτισή τους. Ωστόσο η έκθεση ανοίγει και άλλα σημαντικά «μέτωπα» με διαπιστώσεις όπως:
● Δεν είναι καλό που η φορολογία στηρίζεται κυρίως στους φόρους κατανάλωσης και τις κοινωνικές εισφορές κι όχι στη φορολογία εισοδήματος.
● Οτι τα δημοσιονομικά κόστη για την επούλωση πληγών της κλιματικής αλλαγής θα αυξηθούν και χρειάζεται πολιτική αντιμετώπισής τους.
● Οτι παρά τις μεγάλες προόδους στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ακόμη σημαντικό δρόμο να διανύσουν.
● Οτι υπάρχει πρόβλημα με τον «κατακερματισμό» των δημόσιων συμβάσεων.
● Οτι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα να ωθείται προς τα πάνω ο πληθωρισμός.
● Οτι στον τομέα των μεταφορών και συγκοινωνιών έχει δοθεί μονομερώς βάρος στις οδικές μεταφορές και απαιτείται αναπροσανατολισμός.
Οι βασικές συστάσεις
Η έκθεση δεν περιλαμβάνει μόνο διαπιστώσεις και εκτιμήσεις, αλλά και συστάσεις οι οποίες στη δεδομένη χρονική στιγμή αποκτούν ντε φάκτο τον χαρακτήρα «εντολών» προς την… επόμενη κυβέρνηση:
• Αλλαγές στους συντελεστές φόρου εισοδήματος και διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Η «καμπάνα» χτυπά για την πλατιά φορολογική βάση, δηλαδή τα κατώτερα και μικρομεσαία εισοδηματικά κλιμάκια και ίσως τους αγρότες.
• Γρήγορη επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 1,5-2% του ΑΕΠ ως προϋπόθεση και για την επενδυτική βαθμίδα. Αυτό σε συνθήκες ισχυρής επιβράδυνσης θα επιδεινώσει τον κοινωνικό «πόνο».
• Προσαρμογή των δημόσιων υποδομών και εκστρατεία ενημέρωσης των πολιτών ώστε να λάβουν «προστατευτικά μέτρα». Για να μειωθούν τα δημοσιονομικά κόστη (που θα τείνουν να αυξάνονται διαρκώς), θα πρέπει να λειτουργήσει η «ατομική ευθύνη» στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
• Αρση του κατακερματισμού των δημόσιων συμβάσεων με ανάθεσή τους σε οργανισμούς με «μεγαλύτερη ικανότητα». Η πρόταση για μεγαλύτερο «συγκεντρωτισμό» στις δημόσιες συμβάσεις είναι έμμεση/«διπλωματική» κριτική στην κυβέρνηση για το όργιο κατακερματισμού των συμβάσεων και απευθείας αναθέσεων.
• Μέτρα για αύξηση του ανταγωνισμού και άνοιγμα επαγγελμάτων για να μειωθεί ο πληθωρισμός. Η «καμπάνα» χτυπά για το δικηγορικό επάγγελμα και πιθανότατα για τα καύσιμα.
• Αύξηση επενδύσεων στις δημόσιες συγκοινωνίες και έμφαση στο σιδηροδρομικό δίκτυο κι όχι μόνο στους οδικούς άξονες.
• Αρνητικό «σήμα» για νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, διαβλέποντας κίνδυνο επιτάχυνσης του μισθολογικού κόστους (βλέπε διπλανό κείμενο).
• Εκκαθάριση των υπολειπόμενων «κόκκινων» τραπεζικών δανείων και ανασυγκρότηση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών με ενίσχυση των οργανικών κερδών και των εποπτικών κεφαλαίων τους.
πηγή: efsyn.gr