"Ο Πόλεμος των Φτωχών": Η εξέγερση του απλού ανθρώπου

Το 1513 ο Ισπανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Αλόνσο ντε Χερέρα έγραφε για την οικονομική πραγματικότητα της εποχής του πως «μια λίμπρα προβατίσιου κρέατος κοστίζει σήμερα όσο άλλοτε κόστιζε ολόκληρο το πρόβατο». Τον 16ο αιώνα ελάχιστα είδη πρώτης ανάγκης δεν ακολούθησαν εξωφρενικά ανοδική πορεία. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε σχέση με το σιτάρι που ήταν πρωταγωνιστής στην καθημερινή διατροφή, η αύξηση της τιμής έφτασε σε ποσοστό 425%. Οι συνέπειες για τις στρατιές των φτωχών αγροτών που αγωνίζονταν να επιβιώσουν αντιμετωπίζοντας εκτός από την πείνα και τις παράλογες απαιτήσεις της τάξης των μεγαλοκτηματιών, ήταν τρομακτικές. 

Ο 16ος αιώνας έχει μείνει στην ιστορία της Ευρώπης και για τις φοβερές αγροτικές εξεγέρσεις με τη ρίζα τους να βρίσκεται, σχεδόν πάντοτε, στην επισιτιστική κρίση. Οι Ούγγροι χωρικοί, το γερμανικό αγροτικό κίνημα του «φτωχού Conrand», εξεγέρσεις στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, εξαθλιωμένοι πληθυσμοί προτεσταντών αλλά και καθολικών –το κοινό αίτημα σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούσε τις θρησκευτικές διαφορές–, εξέφραζαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, διεκδικώντας το δικαίωμά τους στην επιβίωση. 

Η πιο σημαντική απ’ όλες τις εξεγέρσεις του 16ου αιώνα ήταν ο Πόλεμος των Χωρικών της Γερμανίας με ηγέτη έναν λόγιο, κληρικό και κοινωνικό επαναστάτη, τον Τόμας Μύντσερ. Η ιστορία του είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ηρθε σε ρήξη με τον λουθηρανισμό τον οποίο αρχικά ασπάστηκε, περιόδευσε σε διάφορες γερμανικές πόλεις κάνοντας λόγο για ισοπολιτεία, ελευθερία, κοινοκτημοσύνη των αγαθών, οργάνωσε τους οπαδούς του σε στρατό, ο οποίος τελικά συνετρίβη στο πεδίο της μάχης από το βαρύ ιππικό των ευγενών. 

Ο Μύντσερ συνελήφθη, βασανίστηκε φρικτά, εκτελέστηκε μπροστά στο πλήθος. «Ζητιάνοι, βυρσοδέψες, θεριστές, κακόμοιροι κοιτάζουν, κοιτάζουν! Και τι βλέπουν; Βλέπουν τον μικρό άνδρα κάτω από το μεγάλο φορτίο. Βλέπουν έναν άνθρωπο όπως οι ίδιοι, με δέσμιο σώμα. Πόσο μικρός είναι ένας άνθρωπος, εύθραυστος και βίαιος, ασταθής και αυστηρός, ενεργητικός και αγχώδης. Ενα βλέμμα. Ενα πρόσωπο. Ενα δέρμα. Ξαφνικά ο πέλεκυς πέφτει και κόβει τον λαιμό». 

Στον «Πόλεμο των Φτωχών» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, ο Ερίκ Βυϊγιάρ, που δικαίως αποκαλείται «σπεσιαλίστας των σύντομων ιστορικών αφηγημάτων», αφηγείται τη γνωστή ιστορία, σε ένα αριστούργημα 80 σελίδων, πυκνό, λιτό, δυνατό. Ενα καθηλωτικό έργο – υπόμνηση για την ανισότητα, τη φτώχεια, τον διαχρονικό και πάντα επίκαιρο αγώνα για επιβίωση.

Ο Ερίκ Βυϊγιάρ δέθηκε με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό όταν προσκλήθηκε στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 2019. Σε όποια εκδήλωση συμμετείχε, γινόταν το αδιαχώρητο.

Τα σημαντικότερα βιβλία του, Ημερήσια διάταξη (Βραβείο Γκονκούρ, 2017), Κονγκό, 14η Ιουλίου, Ο πόλεμος των φτωχών (εκδ. Πόλις), καίρια μεταφρασμένα είτε από τον Μανώλη Πιμπλή είτε από τον Γιώργο Φαράκλα, έχουν πλέον αποκτήσει ένα ανήσυχο κοινό που ολοένα διευρύνεται.

Πώς βλέπει λοιπόν τα ελληνικά πράγματα ο Γάλλος συγγραφέας; Η νεολαία απαντά δυναμικά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και πρακτικές των κυβερνώντων, ωστόσο στα φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα δεν έχει ακόμα διαφανεί μια πλατύτερη αφύπνιση των συνειδήσεων όπως αυτή που προκάλεσε ο Μύντσερ. Αυτός ο άνθρωπος του Θεού ήταν αδιάλλακτος, δογματικός, πικρός, αλλά όχι φανατικός ούτε είχε αντιδραστικές ιδέες όπως πολλοί σημερινοί εκπρόσωποι της ελληνικής Εκκλησίας. Προκάλεσε ενδιαφέρον στον Ενγκελς, στον Κάουτσκι, στον Μπλοχ, επηρέασε τον Νίτσε. Ποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του κέντρισε τον Βυϊγιάρ; Οπως έγραψε στην «Εφ.Συν.»:

«Το ότι ενδιαφέρθηκα για τον Μύντσερ οφείλεται στο ότι είναι ένας κληρικός, με άλλα λόγια ένας διανοούμενος της εποχής του, ο οποίος τάσσεται αποφασιστικά στο πλευρό του λαού. Είναι πια σπάνιο οι διανοούμενοι που, από τη φύση των πραγμάτων, απολαμβάνουν ορισμένα προνόμια και μια κάποια άνεση να ενδιαφέρονται για ομάδες λιγότερο ευνοημένες.

Ο Οργουελ λ.χ., γιος υπαλλήλου της αυτοκρατορικής διοίκησης στην Ινδία, έζησε μεταξύ Παρισιού και Λονδίνου σε μεγάλη ένδεια. Αυτή τη ζωή μέσα στη μιζέρια την περιέγραψε στο Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου, και τότε είναι που υιοθέτησε τα σοσιαλιστικά “πιστεύω” του. Ομως ο Μύντσερ πάει πιο μακριά. Δεν αρκείται στο να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πιο φτωχών αλλά θα υιοθετήσει και την άποψή τους. Με άλλα λόγια, αυτό που ορισμένοι βιογράφοι του στιγματίζουν ως ιδεολογική αβεβαιότητα, η γρήγορη ανέλιξή του, απρόοπτη, αποτυπώνει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε το φρόνημά του.

Είναι γεγονός ότι ο Μύντσερ αναμορφώνεται δύο φορές. Την πρώτη φορά, επηρεασμένος από τον Λούθηρο, διακόπτει τις σχέσεις του με την Εκκλησία για λόγους συνέπειας σε πνευματικά ζητήματα. Τη δεύτερη φορά, η ίδια του η ζωή ως περιπλανώμενου σε διαρκή επισφάλεια, η συναναστροφή του με ποικίλες κοινωνικές τάξεις, πιο φτωχές, τον ωθούν να διακόψει με τον Λούθηρο. Αφήνεται τότε να προσηλυτιστεί σε έναν νέο χριστιανισμό, σε μια μεταρρύθμιση περισσότερο εξισωτική, κι αυτό γίνεται μέσα από ανθρώπους του λαού, ανθρώπους δηλαδή που υποτίθεται πως ξέρουν λιγότερα από εκείνον. Ακούει τους εμποράκους, τους τεχνίτες, τους μεταλλωρύχους, τους φοιτητές, κι αφήνεται να πεισθεί. Κι έτσι κλίνει προς μια μεταρρύθμιση όλο και περισσότερο κοινωνική, όχι πια εκκλησιαστική αλλά κοσμική.

Στην πραγματικότητα, αυτό που αντιλαμβάνεται ο Μύντσερ είναι ότι όλοι αυτοί που συναντά, εργάτες, τεχνίτες, φοιτητές, γνωρίζουν σε συγκεκριμένη βάση πολλά περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος. Εχουν καθημερινές, χειροπιαστές εμπειρίες από τις πιο βαθιές ανισότητες.

Οπως λοιπόν οι εξεγερμένοι εκείνων των καιρών, αντίστοιχα και τα εξεγερσιακά κινήματα που συντάραξαν την Ελλάδα σχετικά πρόσφατα, ή τα “κίτρινα γιλέκα” στη Γαλλία, δεν είναι ανώδυνα επεισόδια. Σηματοδοτούν μια συλλογική βούληση για συντριβή των κοινωνικών ιεραρχιών, για να λυθούν τα μάγια της πολιτικής αντιπροσώπευσης, άρα εκφράζουν ό,τι πιο απομακρυσμένο από την υποταγή. Κουβαλούν μέσα τους το τεκμήριο ενός βαθύτατου μετασχηματισμού των συνειδήσεων. Απαίτησαν αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων, και, σε συνάρτηση μ’ αυτό, μια αναδιανομή του πλούτου με όρους μεγαλύτερης κοινωνικής ισότητας. Ηδη αυτά είναι ένας καλός λόγος για να ελπίζεις».