Η επερχόμενη επισιτιστική κρίση
Στις μέρες μας η μηχανοποιημένη παραγωγική διαδικασία της τροφής καταναλώνει κατά μέσο όρο περισσότερες μονάδες ορυκτής ενέργειας για να παραχθεί μία μονάδα διατροφικής ενέργειας. Αυτό μπορούσε να γίνει όσο υπήρχαν ακόμα φθηνά ορυκτά καύσιμα. και σε μεγάλες ποσότητες. Όμως τα αποθέματα των φθηνών ορυκτών καυσίμων αρχίζουν να μειώνονται παγκοσμίως και οι εταιρείες εξόρυξης συνεχίζουν σε δυσπρόσιτες περιοχές και σε μεγάλα βάθη ή χρησιμοποιούν καταστροφικές τεχνικές, όπως το fracking για το λιθοσφαιρικό αέριο. Επιπλέον, οι φθηνοί υδρογονάνθρακες μάλλον έχουν τελειώσει για τη Δύση, αφού αυτή έχει επιβάλει κυρώσεις στους φθηνούς ακόμη που παράγονται στο Ιράν και στη Ρωσία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει «σοκ» στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας.
Αυτή η κρίση ενέργειας-που είχε ξεκινήσει πριν τον πόλεμο-αρχίζει ήδη να οξύνει και τη διατροφική κρίση η οποία εξελισσόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Σε άρθρο των New York Times, παρουσιάζεται ο κίνδυνος μιας βαθύτερης κρίσης, αυτής της έλλειψης τροφίμων: «Ένα κρίσιμο μέρος του παγκόσμιου αποθέματος σιταριού, καλαμποκιού και κριθαριού έχει παγιδευτεί στη Ρωσία και την Ουκρανία λόγω του πολέμου, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος των λιπασμάτων του κόσμου έχει κολλήσει στη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων και των λιπασμάτων εκτοξεύονται στα ύψη. Από την εισβολή τον περασμένο μήνα, οι τιμές του σιταριού έχουν αυξηθεί κατά 21%, του κριθαριού κατά 33% και ορισμένων λιπασμάτων κατά 40%»
Οι τιμές των τροφίμων, των λιπασμάτων, του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, ακόμη και των μετάλλων όπως το αλουμίνιο, το νικέλιο και το παλλάδιο, αυξάνονται γρήγορα λόγω του πολέμου και προστίθενται στην αυξητική τάση που προϋπήρχε λόγω πανδημίας, των περιορισμών στη ναυτιλία, των πρόσφατων ξηρασιών, πλημμυρών, πυρκαγιών και κλιματικής αλλαγής.
«Η Ουκρανία απλώς επέτεινε μια καταστροφή στην κορυφή μιας καταστροφής», δήλωσε ο David M. Beasley, εκτελεστικός διευθυντής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος, του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. «Δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια τέτοιο προηγούμενο, από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Οι Ουκρανοί αγρότες πρόκειται να χάσουν κρίσιμες περιόδους φύτευσης και συγκομιδής, ενώ οι αγρότες από τη Βραζιλία μέχρι το Τέξας είναι αναγκασμένοι να μειώσουν τη χρήση ενέργειας και λιπασμάτων-λόγω των αυξημένων τιμών- με αποτέλεσμα τη μείωση των επόμενων σοδειών.
Η Αρμενία, η Μογγολία, το Καζακστάν ή η Ερυθραία εισάγουν σχεδόν όλο το σιτάρι τους από τη Ρωσία και την Ουκρανία, ενώ η Τουρκία, η Αίγυπτος, το Μπαγκλαντές και το Ιράν, πάνω από το 60% του σιταριού τους και πρέπει να βρουν νέες πηγές, αφού τα εμπορικά δίκτυα δεν λειτουργούν πια και λόγω των αντίστοιχων απαντητικών κυρώσεων από τη Ρωσία. Η Κίνα, ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής σιταριού στον κόσμο, αναμένεται φέτος να ανταγωνισθεί με τις υπόλοιπες χώρες και να αγοράσει πολύ περισσότερα σιτηρά από ό,τι συνήθως στις παγκόσμιες αγορές, αφού οι σοβαρές πλημμύρες πέρυσι καθυστέρησαν τη φύτευση του σιταριού της χώρας και η επόμενη συγκομιδή θα είναι πολύ μειωμένη.
Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων προκαλούν κοινωνική κρίση στις φτωχές αφρικανικές και αραβικές χώρες και πολλές επιδοτούν βασικά είδη διατροφής όπως το ψωμί για να ελέγξουν την κοινωνική αντίδραση. Όμως οι οικονομίες και οι προϋπολογισμοί τους – που έχουν ήδη επιβαρυνθεί από την πανδημία και το υψηλό ενεργειακό κόστος – κινδυνεύουν τώρα να λυγίσουν από το κόστος των τροφίμων. Ο πληθωρισμός π.χ. έχει ήδη πυροδοτήσει διαδηλώσεις στο Μαρόκο και αναταραχή και βίαιη καταστολή στο Σουδάν, ενώ η Τυνησία προσπαθεί να αποτρέψει μια οικονομική κατάρρευση. Χώρες όπως η Υεμένη, η Συρία, το Νότιο Σουδάν και η Αιθιοπία, αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρές καταστάσεις πείνας, ενώ στο Αφγανιστάν, οι εργαζόμενοι σε οργανώσεις αρωγής προειδοποιούν ότι η ανθρωπιστική κρίση έχει ήδη απογειωθεί, καθιστώντας πιο δύσκολη τη σίτιση των περίπου 23 εκατομμυρίων Αφγανών -περισσότερο από τον μισό πληθυσμό- που υποσιτίζονται.
Το ρωσικό και ουκρανικό σιτάρι δεν μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί στις παγκοσμιοποιημένες αγορές τροφίμων, των οποίων οι τιμές διαμορφώνονται στα χρηματιστήρια. Τα αποθέματα είναι ήδη περιορισμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, ενώ η Αργεντινή περιορίζει τις εξαγωγές και η Αυστραλία έχει εξαντλήσει ήδη τη δική της προσφορά. Έτσι, τον τελευταίο χρόνο, οι τιμές του σιταριού έχουν αυξηθεί κατά 69%, του καλαμποκιού κατά 36% και του κριθαριού κατά 82%.
Και δεν μας φθάνουν όλα τα παραπάνω, έχουμε και το γεγονός ότι το εμπορικό σύστημα διανομής τροφίμων στέλνει το 30% της παραγόμενης τροφής στα σκουπίδια. Σύμφωνα με τον FAO, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων: 1,3 δισ. τόνοι τροφίμων καταλήγουν κάθε χρόνο στα σκουπίδια και τις χωματερές, χωρίς να καταναλωθούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα 14 δισ. στρέμματα –δηλαδή το 28% των καλλιεργούμενων εδαφών– να χρησιμοποιούνται για παραγωγή πεταμένης τροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επίσης έχουμε εξάντληση των αποθεμάτων νερού, που είναι απαραίτητο για την γεωργία. Μετά το 1980 κυρίως, και με τις σύγχρονες μεθόδους ποτίσματος βασικά από τους μεγαλοαγρότες (αυτόματη άρδευση με μπεκ και μέρα μεσημέρι, με αποτέλεσμα την εξάτμιση μεγάλου μέρους του νερού), υπήρξε ανεύθυνη χρήση του νερού στη γεωργία. Παράλληλα, η επιλογή υδροβόρων καλλιεργειών απαίτησαν γεωτρήσεις παντού(πχ. στον κάμπο της Θεσσαλίας μέχρι και 340 μέτρα βάθος), με συνέπεια την υποχώρηση, την υφαλμύρωση ή και τη στέρευση πολύτιμων υδροφόρων οριζόντων. Από την άλλη, η μέθοδος fracking για την εξόρυξη του φυσικού αερίου από τα ίδια εδάφη που καλλιεργούνται, δηλητηριάζει τον υδροφόρο ορίζοντα, με τα χημικά που χρησιμοποιούνται, ενώ καταναλώνει τεράστιες ποσότητες νερού και προκαλεί απόγνωση στους γειτονικούς αγρότες –με αρκετούς κερδοσκόπους να βλέπουν ευκαιρίες από την εκμετάλλευση των αναγκών καθαρού νερού. Εξάλλου, η κλιματική αλλαγή θα μειώσει τη χιονόπτωση, με αποτέλεσμα να μειωθεί και η τροφοδοσία των υπαρχόντων πηγών νερού (οι αυξημένες καταρρακτώδεις βροχές δεν θα εμπλουτίζουν τις πηγές, γιατί το νερό τους με τους χειμάρρους και τα ποτάμια καταλήγουν στη θάλασσα και όχι στον υδροφόρο ορίζοντα). Όλο και περισσότερες πηγές θα στερεύουν, λοιπόν, στο μέλλον, με επίπτωση και στην παραγωγικότητα της γεωργίας.
Ένας επιπλέον λόγος, ο οποίος όμως δεν αφορά μόνο τη βιομηχανική γεωργία, αλλά και την εναλλακτική γεωργία που αρχίζει να αναπτύσσεται, είναι ότι αρχίζουν να μειώνονται οι μέλισσες παντού, λόγω της χρήσης των νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων στην γεωργία. Αυτές δεν παράγουν μόνο μέλι, αλλά επικονιάζουν το 90% των φυτών, όντας μια τεράστια εργατική δύναμη, που θα είναι αδύνατο να αντικατασταθεί από την ανθρώπινη. Αν εκλείψουν, όπως αρχίζει να συμβαίνει ήδη στις ΗΠΑ (μέχρι και 60%–70% μείωση στα σμήνη τους) και στην Ευρώπη (έχει ανησυχήσει αυτό και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή), τότε θα υπάρξει σίγουρα μείωση των συγκομιδών στο 90% των καλλιεργειών τουλάχιστον.
Συμπέρασμα: τα επόμενα χρόνια θα έχουμε ένα πραγματικό κραχ, που μπροστά του θα ωχριά το πρόσφατο χρηματοπιστωτικό κραχ. Θα πάψουν να υπάρχουν φθηνά τρόφιμα, γιατί θα αυξηθούν στο έπακρο τα κόστη της καλλιέργειας–εκτροφής, της συγκομιδής, της αποθήκευσης, της συντήρησης, της ψύξης, των μεταφορών και της διανομής.
Τι χρειάζεται να γίνει:
Χρειάζεται καταρχήν μια τοπικοποίηση της παραγωγής της τροφής σύμφωνα με τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών και όχι του παγκόσμιου εμπορίου. Απόρριψη των παγκόσμιου εμπορικού συστήματος διανομής της τροφής μέσα από τις εταιρικές αλυσίδες και τη δημιουργία τοπικών εναλλακτικών δικτύων διανομής της. Αλλαγή του καταναλωτικού και διατροφικού μοντέλου στη Δύση, με περιορισμό της υπερκατανάλωσης κρέατος και ευρεία ενημέρωση του κόσμου ότι η ζωοεκτροφή συμβάλλει σημαντικά στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθώς και στην κακή υγεία. Χρειάζεται γενικότερα να απορρίψουμε το καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο παραγωγής, συσσώρευσης και κατανάλωσης. Να απορρίψουμε το μοντέλο της χημικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Να επιλέξουμε το μοντέλο της αγροτικής οικο-γεωργίας, που είναι λύση και για την κλιματική αλλαγή. Να επιλέξουμε την κατεύθυνση μιας αγροδιατροφικής οικονομίας των αναγκών και όχι των επιθυμιών, των μικρών αποστάσεων και της εγγύτητας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, της δίκαιης διανομής των τροφίμων –με αποφυγή των μεσαζόντων– μέσω δικτύων παραγωγο–αναλωτών και τοπικών αυτοδιαχειριζόμενων αγορών.
Διαβάστε το κείμενό μας: Αποανάπτυξη-Τοπικοποίηση του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα
Πηγή: politicus.gr