HSBC: Η Ελλάδα εκπλήσσει θετικά αλλά ελλοχεύουν κίνδυνοι
Η Ελλάδα συνέχισε να ενισχύεται με ισχυρή ανάπτυξη, σημειώνοντας αύξηση 3,4% το β' τρίμηνο, με το ΑΕΠ της χώρας να έχει ήδη ξεπεράσει το προ κρίσης επίπεδό του -μια από τις πρώτες χώρες της ευρωζώνης που το πέτυχαν αυτό.
Βέβαια, σηειώνει ο οίκος, το ΑΕΠ της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι σχεδόν 20% χαμηλότερο από ό,τι ήταν στις αρχές του 2010, πριν οι κρίσεις δημόσιου χρέους εξαφανίσουν το ένα πέμπτο της παραγωγής της χώρας, εξηγεί η HSBC. Aν αναλογιστεί κανείς την εξάρτηση της ανάπτυξης από τoν τουρισμό, το κατόρθωμα είναι πιο εντυπωσιακό.
Η HSBC έχει αναθεωρήσει προς τα πάνω την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του τρέχοντος έτους σε 7,5% (από 4,5%) και λίγο προς τα κάτω για το επόμενο έτος από 6,0% σε 5,0%, εν μέρει λόγω της εκκαθάρισης των αποθεμάτων. Για το 2023, βλέπει ότι η ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι πάνω από το δυνητικό, στο 4,0%, με ώθηση από τον τουρισμό και το ταμείο της ΕΕ επόμενης γενιάς (NGEU).
Θέματα πολιτικής
Στις 22 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την 11η τριμηνιαία έκθεση «ενισχυμένης εποπτείας» μετά τη διάσωση της χώρας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για την εκπλήρωση των μεταρρυθμιστικών της δεσμεύσεων.
Ωστόσο, η έκθεση σημειώνει καθυστερήσεις σε τομείς όπως η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους, η οποία αυξήθηκαν ελαφρώς, και η επεξεργασία των εκκρεμών υποθέσεων αφερεγγυότητας των νοικοκυριών. Η επόμενη επανεξέταση (που συνδέεται με μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ύψους 0,7 δισ. ευρώ) αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας (αντίστοιχα 9,7% και 205,6% του ΑΕΠ το 2020) εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μέχρι στιγμής φέτος, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το έλλειμμα είναι κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι πέρυσι (5,2% του ΑΕΠ την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου, από 3,2%), λόγω των υψηλότερων δαπανών. Αυτό αντανακλά εν μέρει τα μέτρα ανακούφισης από τις πυρκαγιές (0,3% του ΑΕΠ) και την περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση που ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η HSBC βλέπει έλλειμμα στο 10,5% του ΑΕΠ φέτος και στο 6,5% το επόμενο έτος. Εάν το έλλειμμα παραμείνει μόνιμα υψηλότερο από ό,τι πριν από την κρίση, αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει κάποια μέτρα εξυγίανσης, για να επιτευχθούν οι στόχοι μετά τη διάσωση.
Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα έλαβε προπληρωμή ύψους 4 δισ. ευρώ το καλοκαίρι (13% της συνολικής κατανομής) από το ταμείο NGEU, με την κυβέρνηση να επιβεβαιώνει πρόσφατα ότι σκοπεύει να ολοκληρώσει μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου και τα 15 μεταρρυθμιστικά ορόσημα που απαιτούνται για να ξεκλειδώσει την επόμενη δόση ύψους 4,1 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 1,97 δισ. ευρώ από επιχορηγήσεις και 2,12 δισ. ευρώ από δάνεια με ευνοϊκή μεταχείριση). Συνολικά, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 31 δισ. ευρώ από το Ταμείο έως το 2026, τα οποία, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι τότε.
Κίνδυνοι
Η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα επειγουσών αγορών της ΕΚΤ για πανδημία (PEPP) παρά το γεγονός ότι δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, οπότε αν το PEPP λήξει τον ερχόμενο Μάρτιο, όπως αναμένει η βρετανική τράπεζα, πιθανότατα θα χάσει την πρόσβαση στο QE.
Η ΕΚΤ χορήγησε επίσης στην Ελλάδα προσωρινή εξαίρεση (έως τον Ιούνιο 2022), ώστε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) να μπορούν να είναι επιλέξιμα ως ενέχυρο στις χρηματοδοτικές πράξεις της. Εφόσον η Ελλάδα μπορεί να κλείσει γρήγορα το έλλειμμά της και λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά ταμειακά αποθεματικά, η απώλεια της πρόσβασης στο QE δεν θα πρέπει απαραίτητα να αποτελεί ανησυχία για τις αγορές.
Ενδεχομένως να είναι πιο προβληματική, καθιστώντας δυσκολότερο για τις τράπεζες να αξιοποιήσουν τα δάνεια TLTROs και να επηρεάσουν τη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς για τα GGBs. Μέχρι στιγμής, ο αντίκτυπος της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών και στην ποιότητα του ενεργητικού ήταν περιορισμένος, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προειδοποιήσει ότι ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να μην είναι σαφής πριν από το 2022, όταν λήξουν οι εγγυήσεις του δημόσιου τομέα.
Από τη θετική πλευρά, οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται και ανέρχονται σήμερα σε 166,7 δισ. ευρώ, σχεδόν 30 δισ. ευρώ υψηλότερα από ό,τι πριν από δύο χρόνια.