Η Ελλάδα απομακρύνθηκε από τα ευρωπαϊκά standards στα εργασιακά
Καταθλιπτικά είναι τα στοιχεία για την ελληνική αγορά εργασίας, που βρίσκεται πλέον πιό κοντά στα πρότυπα των βαλκανικών χωρών, αφού απομακρύνθηκε από τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που δόθηκε σήμερα (11/6) στη δημοσιότητα, η Ελλάδα έχει τη χειρότερη επίδοση ως προς την ποιότητα της απασχόλησης στην ΕΕ και ταυτόχρονα το υψηλότερο ποσοστό υποβάθμισης της εργασίας σε σχέση με το 2010. Ο δείκτης ποιότητας της απασχόλησης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Εργατικών Συνδικάτων, που ενσωματώνει βασικούς δείκτες/στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, εμφανίζει την Ελλάδα το 2019 στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος που παρουσίασε τόσο μεγάλη πτώση στο δείκτη ποιότητας της απασχόλησης. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2010 και 2019, ο δείκτης μειώθηκε κατά 11,45%, ενώ στην Πορτογαλία κατά 3,21% και στην Κύπρο κατά 1,96%. Σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε βελτίωση.
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η ποιότητα της απασχόλησης είναι τόσο χαμηλή στην Ελλάδα έχει να κάνει με τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας. Η διάρκεια της τυπικής εβδομαδιαίας εργασίας είναι η υψηλότερη στην ΕΕ και η τρίτη υψηλότερη, αν συνυπολογίσουμε την Τουρκία, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Βόρεια Μακεδονία. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό απασχολουμένων που εργάζονται με παρατεταμένο ωράριο, δηλαδή από 49 ώρες και άνω, μετά την Τουρκία και το υψηλότερο ποσοστό μισθωτών στην ΕΕ που εργάζονται Σάββατο και Κυριακή. Η διευρυμένη χρήση υπερεργασίας φέρνει την αγορά εργασίας της Ελλάδας πιο κοντά στο πρότυπο των βαλκανικών χωρών, αναδεικνύοντας το αναπτυξιακό χάσμα της με τις χώρες της Ευρωζώνης.
H μόνη χώρα με μείωση του μέσου μισθού
Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός μειώθηκε σε σχέση με το 2010, ενώ, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υπήρξε περαιτέρω επιδείνωσή του. Η απόκλιση του μέσου μισθού από αυτόν του μέσου όρου της Ευρωζώνης είναι ακόμα πιο σημαντική, αν συνυπολογιστεί ότι στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων υπάρχει ισχυρή σύγκλιση, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια ειδική περίπτωση παλινδρόμησης της κοινωνικής ευημερίας.
Η Ελλάδα είναι επίσης το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο για το ίδιο διάστημα υπήρξε απώλεια της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού και ταυτόχρονα του κατώτατου μισθού. Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν την αγοραστική δύναμη των μισθωτών πιο κοντά στην αντίστοιχη των μισθωτών στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης. Το ίδιο ισχύει και για το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο αποκλίνει σημαντικά από τα ισχύοντα στη Βόρεια, την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας και στους εργαζόμενους είναι επίσης σημαντικές. Οι άνευ προηγουμένου μειώσεις του χρόνου εργασίας, που έγιναν στο πλαίσιο των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, έχουν αυξήσει δραματικά την επισφάλεια πολλών θέσεων εργασίας. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι όλα τα ευρήματα για ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα δείχνουν ότι αυτή απέχει σημαντικά από το να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και απασχόλησης στους εργαζόμενους.
Ο κατώτατος μισθός κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας
Όπως τονίζεται στην έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Ρόλο "κλειδί" στην ανάκαμψη της οικονομίας το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα έχει η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Για να συμβεί αυτό, είναι αναγκαία η δέσμευση της οικονομικής πολιτικής στην αύξηση της παραγωγικής και της ποιοτικής απασχόλησης και στη θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό να προστατευτούν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα σχετικά με τα νόμιμα και τα ανώτατα όρια του χρόνου εργασίας, την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας. Η καθυστέρηση όσον αφορά την πλήρη ανάκαμψη της απασχόλησης και των εισοδημάτων θα επιβραδύνει τη δυναμική που θα επιφέρει η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας
Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ το πιο σημαντικό δίδαγμα της πανδημικής κρίσης είναι ότι η οικονομία μας βρίσκεται για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της. Η μεγάλη εξάρτησή της από τις υπηρεσίες και, ειδικότερα, από τον τουρισμό και την εστίαση, αναδεικνύεται η αχίλλειος πτέρνα της διατηρησιμότητας της ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας.
Η ισχυρή μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (-8,1%) κατά την περίοδο της πανδημίας προέρχεται από τον τομέα των υπηρεσιών (-9,4%) και, ειδικότερα, από τους κλάδους "τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία-άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών" (-25,4%) και "χονδρικό και λιανικό εμπόριο, μεταφορές, παροχή υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης" (-22,8%).
Αντίστοιχα είναι και τα ευρήματα ως προς τη μείωση του όγκου της απασχόλησης. Ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας και η βιομηχανία εμφανίζουν σαφώς μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απέναντι στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, περιορίζοντας τις απώλειες της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά 0,3% και 3,9% αντίστοιχα.
Αντίστοιχα είναι και τα ευρήματα ως προς τον όγκο απασχόλησης. Από τους κλάδους της βιομηχανίας τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα ως προς τον όγκο παραγωγής παρουσιάζει ο κλάδος "παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων και φαρμακευτικών σκευασμάτων", λόγω της ισχυρής ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία για τα συναφή προϊόντα. Αντιθέτως, τη χαμηλότερη ανθεκτικότητα παρουσίασε ο κλάδος της ένδυσης και υπόδησης.
Ο τομέας των κατασκευών εμφανίζει ισχυρή τάση ανάκαμψης, μετά τη μακροχρόνια κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, γεγονός που αποτυπώνεται στη συνδυαστική αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (10,4%) και των πραγματικών επενδύσεων σε πάγια στοιχεία "κατοικιών και λοιπών κτιρίων και υποδομών" (10,7%).
Αύξηση κατά 4,9% εμφανίζουν οι πραγματικές επενδύσεις σε εξοπλισμό τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνίας ως αποτέλεσμα των ψηφιακών αναγκών που προκάλεσε η τηλεργασία και το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα ότι, εξαιτίας της επενδυτικής ανεπάρκειας, η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή και αντιστοιχεί στο 51,4% της παραγωγικότητας της ΕΕ και στο 44,2% της Ευρωζώνης.
Τέλος, η στατιστική εκτίμηση βασικών κοινωνικών δεικτών της Ατζέντας 2030 του ΟΗΕ αναφορικά με τον κίνδυνο φτώχειας στην εργασία και την εξέλιξη της φτώχειας και της άνισης διανομής του εισοδήματος στην Ελλάδα δεν αποτυπώνει κάποιον μετασχηματισμό μετάβασης της χώρας σε ένα υπόδειγμα βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς, με άξονα την απασχόληση, την αξιοπρεπή εργασία και την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη. Η υστέρηση που εμφανίζει η Ελλάδα στους υπό εξέταση δείκτες είναι αξιοσημείωτα υψηλή.