Γιάνης Βαρουφάκης: Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι μύθος. Τι ισχύει για την πράσινη στροφή των κεντρικών τραπεζών;
Ένα σχόλιο για τη λεγόμενη πράσινη στροφή των κεντρικών τραπεζών
Του Γιάνη Βαρουφάκη
Την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε τη νέα της πολιτική, την «πράσινη στροφή». Πώς μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο μια συμβατική κεντρική τράπεζα; Μόνο εισάγοντας διακρίσεις σε βάρος ομολόγων και μετοχών που εκδίδονται από εταιρείες επιζήμιες για το περιβάλλον, τα οποία αποδέχεται ως εχέγγυο ή τα οποία αγοράζει έναντι δανείων που «πρασινίζουν» την πολιτική αγοράς/αποδοχής της ΕΚΤ. Είναι λοιπόν η «πράσινη στροφή» των κεντρικών τραπεζών μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση; Ή μήπως αποτελεί σημάδι απόγνωσης;
Και μόνο το γεγονός ότι συζητάμε την ιδέα της πράσινης στροφής των κεντρικών τραπεζών μαρτυρά απόγνωση. Δείχνει ότι υπάρχουν καλοί άνθρωποι με γνήσιο πάθος για την πράσινη μετάβαση που έχουν χάσει κάθε ελπίδα για τη δυνατότητα να ζήσουμε σε λειτουργικές δημοκρατίες, πρόθυμες και ικανές να επιδιώξουν το κοινό μας συμφέρον.
Από τη δεκαετία του 1970 τα δυτικά καθεστώτα μας έχουν ασπαστεί την επίφαση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Ανεξαρτησία από τι πράγμα; Από βρόμικους πολιτικούς που ανυπομονούν να εκμεταλλευτούν τη θέση τους, χρησιμοποιώντας τα πιεστήρια της κεντρικής τράπεζας για να ζήσουν οι ίδιοι στα πούπουλα – αυτή είναι η συνήθης απάντηση. Το οποίο, στην πράξη, σημαίνει ανεξαρτησία από το κοινοβούλιο.
Μόνο που έτσι αποσπώνται εξόχως πολιτικές αποφάσεις (λόγου χάρη μια αύξηση επιτοκίων που μετατοπίζει την ισχύ από τους οφειλέτες στους πιστωτές ή την αγορά ομολόγων μιας εταιρείας ενέργειας) από τον δημοκρατικό έλεγχο, τοποθετώντας τες στα χέρια μιας ολιγαρχίας η οποία παραδοσιακά επωφελείται από καταστροφικές για τον πλανήτη πολιτικές. Μάλιστα, κάθε φορά που οι πολιτικές αποφάσεις μεταμφιέζονται σε τεχνικές και απομακρύνονται από τη δημοκρατική σφαίρα –τον δήμο–,το αποτέλεσμα είναι τοξικές πολιτικές και οικονομική αποτυχία.
Μολονότι βρίσκω ενθαρρυντική την πρόσφατη σπουδή με την οποία επιστρατεύτηκε η νομισματική πολιτική για την επιδίωξη της πράσινης μετάβασης, αυτό που με λυπεί είναι ότι όλος ο πρόσφατος λόγος περί «πράσινης στροφής» των κεντρικών τραπεζών δεν συνοδεύεται από την παραμικρή αμφισβήτηση της έννοιας της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών.
Αποπολιτικοποίηση πολιτικών αποφάσεων
Όπως και οι νομισματικές πολιτικές, έτσι και οι πράσινες πολιτικές είναι –και δεν θα μπορούσαν παρά να είναι– πολιτικές επιλογές. Είτε θεσπίζουμε φόρο άνθρακα, είτε αποσύρουμε κάθε συμμετοχή από επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, είτε προωθούμε την πυρηνική ενέργεια, κάθε τέτοια απόφαση έχει διαφορετικές επιπτώσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικές κοινότητες και κοινωνικές τάξεις. Αυτό τις καθιστά πέρα για πέρα πολιτικές επιλογές. Αφήνοντας τόσο τις νομισματικές όσο και τις πράσινες πολιτικές στις κατ’ όνομα μόνο ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, είναι στην ουσία σαν να εκχωρούμε με ανάθεση υπεργολαβίας κάθε σημαίνουσα απόφαση στην ολιγαρχία στην οποία είναι υπόχρεες οι κεντρικές τράπεζες.
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι από τη δεκαετία του 1970 η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών αποτελεί δικαιολογία για την επίσημη αποπολιτικοποίηση των πολιτικών αποφάσεων. Με άλλα λόγια, για τη σκόπιμη συρρίκνωση της δημοκρατίας και την πλήρη εγκατάλειψη της ιδέας ότι οι πολιτικές αποφάσεις κρίσιμης σημασίας πρέπει να λαμβάνονται δημοκρατικά.
Οι κεντρικές τράπεζες δεν υπήρξαν ποτέ ανεξάρτητες και ούτε πρόκειται ποτέ να γίνουν. Η νομική ανεξαρτησία τους το μόνο που πέτυχε ήταν να ενισχύσει την εξάρτησή τους από τραπεζίτες, πιστωτές και από τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών. Αν εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για μια πράσινη μετάβαση στις ίδιες αυτές κεντρικές τράπεζες, θα είναι σαν να νομιμοποιούμε τη συρρίκνωση της δημοκρατίας, μετατρέποντας παράλληλα τους πολίτες σε παροίκους που εκλιπαρούν τους κεντρικούς τραπεζίτες να σώσουν τον πλανήτη για λογαριασμό τους.
Κεντρικοί τραπεζίτες όπως η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ανοιχτά βασικά άρθρα των καταστατικών που τους δεσμεύουν επαγγελματικά και νομικά – κι αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Εφόσον δεσμεύονται νομικά να μην επικρίνουν την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, είναι φυσικό να εκφράζουν οποιαδήποτε ανησυχία έχουν για τον πλανήτη, διατρανώνοντας την επιδίωξή τους να «πρασινίσουν» τις πρακτικές του θεσμού τον οποίο εκπροσωπούν – αποκλείοντας, λόγου χάρη, τις ομολογιακές εγγυήσεις* που χρησιμοποιούνταν για τη χρηματοδότηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τη χρήση λιγνίτη.
Για τους δημοκράτες όμως που επιθυμούν να πιέσουν προς την κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης, είναι λογικά και ηθικά ανεπίτρεπτο να επιμένουν σχετικά με τη σημασία της «πράσινης στροφής» των κεντρικών τραπεζών μας, τηρώντας παράλληλα σιγή ιχθύος όσον αφορά την αντιδημοκρατική παρωδία που ενδύεται τον μανδύα της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών.
Θα μπορούσε κανείς να προβάλει το αντεπιχείρημα ότι, εν πάση περιπτώσει, πλέον έχουμε φορτωθεί τις κεντρικές τράπεζες και οι καταστατικοί τους χάρτες είναι αυτοί που είναι. Δεδομένης της κλιματικής έκτακτης ανάγκης, έχουμε άραγε την πολυτέλεια να σπαταλάμε χρόνια ολόκληρα συζητώντας περί νέων καταστατικών και αλλαγής ρόλου και κατεύθυνσης για τις κεντρικές μας τράπεζες; Δεν οφείλουμε να πράξουμε τα δέοντα άμεσα, στο πλαίσιο των υφιστάμενων καταστατικών των κεντρικών τραπεζών, για να αποθαρρύνουμε τη ρύπανση και να προωθήσουμε τις πράσινες επενδύσεις;
Ασφαλώς. Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να πιεστούν εδώ και τώρα προς αυτή την κατεύθυνση. Μόνο που αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει με την εφαρμογή πολιτικών ή περιβαλλοντικών κριτηρίων στις δανειοδοτικές πρακτικές τους, συμπεριλαμβανομένης της ποσοτικής χαλάρωσης.
Τροποποίηση του ρόλου της ΕΚΤ
Για να αποσαφηνίσω τι εννοώ, ας συγκρίνουμε και ας αντιπαραβάλουμε δύο προσεγγίσεις όσον αφορά τη χρήση του οπλοστασίου της ΕΚΤ για την επιδίωξη μιας γνήσιας ευρωπαϊκής πράσινης νέας συμφωνίας.
Μία προσέγγιση, την οποία ονομάζω «μαγείρεμα εγγυήσεων», είναι μια παρέμβαση στον εσωτερικό κανονισμό της ΕΚΤ, η οποία εισάγει διακρίσεις στην πολιτική αποδοχής ή μη των ομολόγων που χρησιμοποιούνται ως εχέγγυα, συνδέοντας το κούρεμα που εφαρμόζει στα ομόλογα με το αποτύπωμα άνθρακα της εκάστοτε επιχείρησης, προκειμένου να επηρεάσει τη συμπεριφορά της. Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο δανεισμός μόνο του 40% ενός ομολόγου της ExxonMobil, ποσοστό το οποίο θα σκαρφαλώσει στο 70% στην περίπτωση που ο πετρελαϊκός γίγαντας παγώσει όλα τα μελλοντικά έργα γεώτρησης.
Το πρόβλημα με αυτή τη λύση είναι τριπλό: νομικό, πολιτικό και πρακτικό. Νομικά, ο ρόλος της ΕΚΤ, όπως ορίζεται στο καταστατικό της, πρέπει να επεκταθεί πέραν της τρέχουσας αποκλειστικής δέσμευσής της απέναντι στη σταθερότητα των τιμών – αλλαγή η οποία εμπλέκει 27 κοινοβούλια που θα πρέπει να συμφωνήσουν σε έναν νέο καταστατικό χάρτη.
Ακόμη όμως κι αν αυτό το εμπόδιο μπορεί να ξεπεραστεί ή να παρακαμφθεί, ακόμη κι αν όλοι κάνουν τα στραβά μάτια όσον αφορά τους νέους κανόνες για τις εγγυήσεις, το πολιτικό πρόβλημα παραμένει: Ποιος θα αποφασίσει ποιο κούρεμα θα εφαρμοστεί σε ποιο ομόλογο; Η εκχώρηση μιας τέτοιας κολοσσιαίας πολιτικής απόφασης σε μη εκλεγμένους κεντρικούς τραπεζίτες θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τη δημοκρατία.
Εξάλλου τίθεται και ζήτημα μη πρακτικότητας: Πώς μπορεί η ΕΚΤ να ελέγξει ότι η ExxonMobil θα κάνει τη βέλτιστη πράσινη χρήση των κεφαλαίων που λαμβάνει, έχοντας εξασφαλίσει μικρότερο κούρεμα για τα ομόλογά της χάρη στην απόσυρσή της από μελλοντικές γεωτρήσεις για την ανεύρεση πετρελαίου; Τι μπορεί να κάνει η ΕΚΤ, λόγου χάρη, στην περίπτωση που ανακαλύψει ότι η ExxonMobil πήρε τα χρήματα και, αντί να επενδύσει στην ηλιακή ή αιολική ενέργεια, τα χρησιμοποίησε για επαναγορά ιδίων μετοχών; Η απάντηση είναι απελπιστικά λίγα πράγματα.
Σύναψη συμμαχίας μεταξύ ΕΤΕπ και ΕΚΤ
Η δεύτερη προσέγγιση είναι να αφήσουμε ήσυχο τον καταστατικό χάρτη της ΕΚΤ (προς το παρόν αν μη τι άλλο), αλλά να βάλουμε το Συμβούλιο της ΕΕ να ανακοινώσει ότι δίνει στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εντολή έκδοσης νέων ομολόγων ετησίως της τάξης του 5% του ΑΕΠ της ΕΕ για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ήδη αγοράζει ό,τι βρει σε ομόλογα της ΕΤΕπ, η ανακοίνωση αυτή, χωρίς να απομακρύνεται νομικά από το πλαίσιο του υφιστάμενου καταστατικού της, σφυρηλατεί αποτελεσματικά μια συμμαχία ανάμεσα στην ΕΤΕπ και στην ΕΚΤ.
Μια απλή δήλωση της ΕΚΤ ότι θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα της ΕΤΕπ θα διασφαλίσει ότι, χωρίς την επιβολή του παραμικρού νέου φόρου, η ΕΕ θα έχει πλέον το 5% του ΑΕΠ της στη διάθεσή της ετησίως για απευθείας επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια, στις μεταφορές, στη γεωργία και στη βαριά βιομηχανία. Αυτό θα επιτρέψει στην ΕΕ να διοχετεύσει πραγματικό χρήμα στις πράσινες επενδύσεις που θα συναποφασίσουν οι κυβερνήσεις μας. Χωρίς αλλαγές στον καταστατικό χάρτη της ΕΚΤ, χωρίς «μαγειρέματα», αλλά μόνο με άμεση πράσινη δράση.
Παρ’ ότι η κίνηση αυτή δεν αρκεί για να εκδημοκρατιστεί η ΕΚΤ αυτή καθαυτή (είναι κάτι που θα χρειαστεί να γίνει αργότερα), θα περιορίσει τη λήψη πολιτικών αποφάσεων εκ μέρους της ΕΚΤ και θα εκχωρήσει την επιλογή πράσινων έργων σε εκλεγμένους πολιτικούς του Συμβουλίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Κι όμως κανείς δεν κάνει λόγο για συμμαχία μεταξύ ΕΤΕπ και ΕΚΤ – παρ’ ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν νόμιμη και ιδιαίτερα αποτελεσματική όσον αφορά την αξιοποίηση του οπλοστασίου της ΕΚΤ στην πράσινη μετάβαση της Ευρώπης. Αντιθέτως, μας τριβελίζουν διαρκώς τα αυτιά με όλη αυτή τη συζήτηση περί «πράσινων» κεντρικών τραπεζών που βασίζονται σε νομικά ύποπτες και πρακτικά αναποτελεσματικές «αναπροσαρμογές εγγυήσεων».
Γιατί; Επειδή το κατεστημένο προτιμά να θυσιάσει τον πλανήτη παρά να επιτρέψει τον εκ νέου εκδημοκρατισμό των πολιτικών αποφάσεων, που τόσον καιρό τους πήρε να αποσπάσουν από τα χέρια του δήμου.
Γιάνης Βαρουφάκης
Πηγή: greencentralbanking.com