Επιστολή Μίχαλου σε Λαγκάρντ και Φον Ντερ Λάιεν: Αναγκαία η "συγχώρεση χρέους"
Την αναγκαιότητα «συγχώρεσης χρέους» των κρατών– μελών της ΕΕ επισημαίνει σε επιστολή του ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν και προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ. Παράλληλα ο κ. Μίχαλος τονίζει ότι μία τέτοια απόφαση, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης και τα άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία που υπάρχουν, θα μπορούσε να δώσει ουσιαστικές λύσεις στα οικονομικά προβλήματα που έχει προκαλέσει η υγειονομική κρίση στην αγορά και στις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν και να επιστρέψουν σε αναπτυξιακή πορεία.
Ακολουθεί η επιστολή του κ .Μίχαλου
«Έχοντας ήδη διανύσει ένα έτος από την έναρξη της πανδημίας του covid-19, δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι οι παρεμβάσεις από μέρους της ΕΕ αλλά και της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που ανέκυψαν, ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει με την οικονομική δράση, δεν έχουν αρχίσει να υλοποιούνται. Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ ακόμη δεν έχουν αρχίσει να εισρέουν στα ταμεία των χωρών-μελών, καθιστώντας δύσκολη την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και ακόμη δυσκολότερη την μετέπειτα ανάκαμψη των συνόλου των επιχειρήσεων της ΕΕ.
Άλλωστε και η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκαν οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, δεν είναι ευοίωνες και ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, ακόμη και όταν αρχίσουν να κατανέμονται, δε θα είναι επαρκή για να δώσουν λύσεις στα τεράστια προβλήματα που έχει προκαλέσει η κρίση του covid-19.
Ήδη, ως πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος έχω κατ’ επανάληψη θέσει το πρόβλημα στα Ευρωεπιμελητήρια και έχω ταχθεί υπέρ μίας ουσιαστικής συγχώρεσης χρεών, ώστε οι εθνικές κυβερνήσεις να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στη στήριξη των επιχειρήσεων αλλά και γενικότερα της κοινωνίας των χωρών-μελών. Γνωρίζοντας ότι κατά το παρελθόν σε επίπεδο ΕΕ έχει τεθεί ζήτημα περί ηθικού κινδύνου που θα προκαλούσε μια τέτοια απόφαση συγχώρεσης χρέους, θέλω να σας επισημάνω ότι η κρίση που έχει επέλθει στις ευρωπαϊκές οικονομίες από την πανδημία του κορονοϊού εξοβελίζει κάθε τέτοια αιτιολογία στην παρούσα φάση.
Είμαστε σε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο που θα πρέπει να βάλουμε στην άκρη τέτοια διλήμματα και να προχωρήσουμε σε μια συγχώρεση χρέους, καθώς άλλωστε τα κράτη – μέλη δεν έχουν καμία απολύτως ευθύνη για τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στις οικονομίες τους και οφείλονται σε μια άνευ προηγουμένου υγειονομική κρίση. Είναι η καταλληλότερη στιγμή για να αναδειχθεί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, ιδιαίτερα προς τις ευάλωτες χώρες, που η βιωσιμότητα του χρέους τους είναι αμφίβολη και κατά συνέπεια η δημοσιονομική επέκταση είναι άκρως αναγκαία για την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας. Τόσο η Κομισιόν όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συνεργαστούν για την επίλυση της τεράστιας αυτής κρίσης, προωθώντας τις βέλτιστες λύσεις που θα στηρίξουν τις εθνικές οικονομίες με παράλληλη αποφυγή μιας νέας κρίσης χρέους.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να προχωρήσει σε μία ελάφρυνση χρέους όλων των χωρών της ΕΕ, με τη μετατροπή τμήματος του δημόσιου χρέους που βρίσκεται στα χέρια της ΕΚΤ σε ένα ομόλογο χωρίς τακτή λήξη και χωρίς τοκομερίδιο, που θα ανακούφιζε άμεσα τις δανειακές επιβαρύνσεις. Και ακριβολογώντας, να υπάρξει μια χρηματοδότηση χρέους με νομισματικά μέσα. Μια σημαντική μείωση κατά αυτό τον τρόπον του χρέους όλων των κρατών – μελών, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και τα άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία που υπάρχουν και θα μπορούσαν να ενισχυθούν, θα μπορούσε κάλλιστα να συμβάλει καταλυτικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα υπερχρεωμένα κράτη.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να σας τονίσω ότι μπροστά στον κίνδυνο μιας νέας βαθιάς οικονομικής κρίσης στην ΕΕ, η ουσιαστική συγχώρεση των χρεών λόγω πανδημίας, αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρών και μικρομεσαίων. Οι όποιες αντιρρήσεις εκφράζονται θα πρέπει να καμφθούν και μόνο με τη σκέψη του τι μπορεί να συμβεί στις επιχειρήσεις και στις οικονομίες χωρίς την προτεινόμενη αυτή συγχώρεση χρέους.
Σε κάθε περίπτωση, καλούμαστε να επιλέξουμε μεταξύ της επιβίωσης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και των ευρωπαϊκών οικονομιών και ενός δήθεν ηθικού προβλήματος «απείθαρχων» χωρών. Η μη διευκόλυνση της δημοσιονομικής επέκτασης στην Ελλάδα και σε άλλες υπερχρεωμένες χώρες μπορεί να αποβεί οικονομικά ανόητη και πολιτικά εκρηκτική».