Ενεργειακή καταιγίδα μέχρι τις αρχές του 2023- Ανατροπή στις προβλέψεις- Τι αναφέρουν IMF,ACER,Coldman Sachs,JP Morgan, UBS, Morgan Stanley

Σε ανατροπή όλων των προβλέψεων για σταδιακή ύφεση στην παγκόσμια ενεργειακή κρίση οδηγούν οι δυσμενείς οι προβλέψεις από Goldman Sachs, JP Morgan, UBS, Citi, Morgan Stanley, Fitch, Capital Economics, αλλά και από ΔΝΤ και Κομισιόν – Παρότι η κορύφωση του ράλι των ενεργειακών τιμών αναμένεται τους επόμενους μήνες, δεν υπάρχουν εκτιμήσεις για σημαντική αποκλιμάκωση – «Αγνωστος Χ» η ουκρανική κρίση

Την ώρα που ο πρωθυπουργός εξέφρασε την αισιοδοξία του (συνέντευξη στον Γ. Αυτιά και τον Σκάϊ) ότι τους επόμενους μήνες ίσως αλλάξουν τα δεδομένα με την έκρηξη των τιμών του ρεύματος και του φυσικού αερίου, όλα δείχνουν πως σε μια ενεργειακή μέγγενη θα παραμείνουν επί μακρόν οικονομίες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς το ράλι ανόδου μπορεί να ανακοπεί μέσα στην άνοιξη και να υπάρξει σε έναν βαθμό αποκλιμάκωση, πλην οι τιμές εκτιμάται πως θα παραμείνουν σε συγκριτικά υψηλά επίπεδα για ολόκληρο το 2022, ενισχύοντας το κύμα του πληθωρισμού που ήδη έχει αρχίσει να σαρώνει διεθνώς.

Αναλυτές, στελέχη επενδυτικών τραπεζών και θεσμικά όργανα της ενεργειακής αγοράς εκτιμούν ότι στο επόμενο διάστημα, το πιθανότερο προς το τέλος του πρώτου τριμήνου και τις αρχές του δεύτερου, αναμένεται κορύφωση των τιμών, την οποία θα διαδεχθεί μια εξομάλυνση προς το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Η ACER, η ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή, στην τελευταία της εκτίμηση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τόνισε πως δεν αναμένεται να υπάρξει αποκλιμάκωση από τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα των τιμών της ενέργειας πριν από τον Απρίλιο του 2022.

 

H ACER επισημαίνει μεταξύ άλλων:

Η σημερινή συμπίεση των τιμών της ενέργειας είναι μια υπενθύμιση της μεγάλης εξάρτησης της Ευρώπης από το εισαγόμενο ορυκτό αέριο και της εγγενούς αστάθειας των παγκόσμιων αγορών βασικών εμπορευμάτων. Είναι επίσης μια υπενθύμιση ότι ένα καλά σχεδιασμένο μονοπάτι ενεργειακής μετάβασης στο μέλλον θα βασίζεται σε ολιστική πολιτική που στοχεύει τη ζήτηση εξίσου με την προσφορά, εστιάζοντας τόσο στο βραχυπρόθεσμο όσο και στο μακροπρόθεσμο. Ως εκ τούτου, η οδός μετάβασης της Ευρώπης πιθανότατα θα χρειαστεί να είναι μια πιο «διαχειριζόμενη μετάβαση» τα επόμενα χρόνια, με σημαντικό ρόλο τόσο της κυβέρνησης όσο και της ρυθμιστικής παρακολούθησης.

Ωστόσο, υπάρχει διάσταση εκτιμήσεων σε σχέση με το πόσο ουσιαστική θα είναι αυτή η αποκλιμάκωση, με δεδομένο ότι η ζήτηση για ενέργεια θα παραμείνει υψηλή. Και τούτο γιατί, καθώς οι οικονομίες εξέρχονται από την πανδημική κρίση και οι παραγωγικές και μη δραστηριότητες ανακάμπτουν, η ζήτηση θα αυξάνεται χωρίς, στην παρούσα φάση, η προσφορά να είναι επαρκής. Η Ευρώπη δύσκολα θα θελήσει να βιώσει έναν ακόμη χειμώνα με μειωμένα αποθέματα φυσικού αερίου, σημειώνουν οι αναλυτές, κάτι που θα αποτυπωθεί στην αγορά προς το τρίτο τρίμηνο του έτους. Επιπρόσθετα, οι όποιες προβλέψεις διέπονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας λόγω της έντασης μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας, καθώς στο ενδεχόμενο περαιτέρω όξυνσης, πολλώ δε μάλλον πολεμικής σύρραξης, τα όποια σενάρια τινάζονται στον αέρα.

Οι συγκλίνουσες προβλέψεις συνηγορούν σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο οι ενεργειακές τιμές θα παραμείνουν αυξημένες, με βραχύχρονα διαλείμματα, για το σύνολο του 2022. H Citi έχει προειδοποιήσει πως οι υψηλές τιμές στο ρεύμα και το φυσικό αέριο θα διατηρηθούν έως το 2023, ενώ οι προβλέψεις για το πετρέλαιο μετά το πρόσφατο ράλι δεν είναι ευοίωνες, με τη ζήτηση να μην επιτρέπει ομαλοποίηση της κατάστασης και παρά τις δεσμεύσεις για απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, προκαλώντας ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις.
Στο ίδια μήκος κύματος, οι αναλυτές της Αlpha Bank ανέφεραν πως η ραγδαία άνοδος των τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και με τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, οι οποίες αυξάνουν τα κόστη μεταφοράς και παραγωγής, έχουν τροφοδοτήσει ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις παγκοσμίως, μεγεθύνοντας την αβεβαιότητα για την επίπτωση της ταχείας ανόδου των τιμών.

Το φυσικό αέριο

Θρυαλλίδα της ενεργειακής κρίσης που έχει ξεσπάσει είναι το φυσικό αέριο, η χονδρική τιμή του οποίου έχει σπάσει κάθε ρεκόρ. Οι προβλέψεις κάθε άλλο παρά αισιόδοξες είναι, με τους αναλυτές να μιλούν για μια «τέλεια καταιγίδα», χωρίς να φαίνονται σύντομα σημάδια αποκλιμάκωσης και επιστροφής στα προ κρίσεως επίπεδα τιμών.

Οπως εξηγούν αναλυτές, παράγοντες όπως η απόφαση της Ρωσίας να μην αυξήσει τις προμήθειες προς την Ευρώπη πέραν των συμφωνηθέντων, η μείωση της παραγωγής στα πυρηνικά εργοστάσια της Γαλλίας, οι εξελίξεις γύρω από τον Nord Stream 2, η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση από τις βιομηχανίες της Κίνας, η μείωση της παραγωγής και οι άδειες δεξαμενές στην Ευρώπη και, κυρίως, η εξέλιξη της κρίσης στην Ουκρανία δεν επιτρέπουν περιθώρια αισιοδοξίας.

Πρόσφατα το ΔΝΤ μέσω του World Economic Outlook εκτίμησε πως οι τιμές στο φυσικό αέριο θα παραμείνουν υψηλές για όλο το 2022, με περιόδους εξάρσεων μέσα στη χρονιά, πριν ξεκινήσει η αποκλιμάκωση. Η όποια ουσιώδης υποχώρηση τοποθετείται το 2023, όταν θα ισορροπήσουν τα επίπεδα προσφοράς και ζήτησης. Αντίστοιχα, η Κομισιόν στην έκθεση στην οποία περιλαμβάνονται οι χειμερινές προβλέψεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σκέλος της ενέργειας προβλέπει πως οι τιμές για το φυσικό αέριο (και για τον ηλεκτρισμό) θα παραμείνουν υψηλές και σε επίπεδα πάνω από εκείνα που είχε προβλέψει. Κάνει, ομοίως, λόγο για ένα δύσκολο 2022, κυρίως στο πρώτο εξάμηνο, με τις όποιες εκτιμήσεις αποκλιμάκωσης να τοποθετούνται από την άνοιξη του 2023 και μετά. Μάλιστα, η Κομισιόν στην έκθεσή της παραδέχεται πως οι όποιες αυξήσεις λόγω ενέργειας δεν έχουν ακόμη περάσει στο σύνολό τους στις τιμές των αγαθών, εντείνοντας τους φόβους για επέλαση του πληθωρισμού πέραν του αναμενομένου.

Αμείωτη και η ζήτηση για πετρέλαιο

Με τις τιμές του πετρελαίου να έχουν ήδη σκαρφαλώσει σε υψηλά επταετίας, καταγράφοντας μια άνοδο της τάξης του 350% από τα χαμηλά των 20 δολ./βαρέλι τον Απρίλιο του 2020, οι αναλυτές προβλέπουν συνέχιση του ράλι εξαιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων. Με την τρέχουσα τιμή στα επίπεδα των 90 δολαρίων το βαρέλι για το brent, η αμερικανική τράπεζα Morgan Stanley προβλέπει ως πιθανό σενάριο τα 100 δολάρια το βαρέλι ως σημείο ισορροπίας, ενώ υπάρχουν και reports που τοποθετούν την τιμή ακόμη και στα 120 δολάρια το βαρέλι στο ενδεχόμενο εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Τα άσχημα νέα για τις οικονομίες συνεχίζονται, αφού και η αμερικανική επενδυτική τράπεζα εκτιμά ότι έως τα μέσα του 2022 η αγορά πετρελαίου θα επηρεαστεί από έναν συνδυασμό τριών κρίσιμων παραγόντων:
1. Τα χαμηλά αποθέματα, τα οποία έχουν μειωθεί σημαντικά ήδη το 2021, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της M.S. θα είναι ακόμη χαμηλότερα μέχρι το τέλος του 2022.
2. Τη χαμηλή πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, η οποία έχει ήδη μειωθεί από περίπου 6,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα πριν από ένα χρόνο, σε περίπου 3,4 εκατ. βαρέλια και πιθανότατα θα υποχωρήσει κάτω από τα 2 εκατ. βαρέλια μέχρι τα μέσα του έτους.
3. Την απουσία νέων παραγωγικών επενδύσεων στην αγορά πετρελαίου. Λόγω της παγκόσμιας πολιτικής για απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, η κατανάλωση και η παραγωγή υποτίθεται ότι θα μειωθούν κατά περίπου 30% έως το 2030, ενώ η πραγματική ζήτηση δεν παρουσιάζει τέτοια τάση.

Το κλειδί για την πορεία του κλάδου των πετρελαιοειδών (βενζίνη, αεροπορικά καύσιμα, πετρέλαιο κίνησης κ.ά.) είναι ότι όλα τα προϊόντα παρουσιάζουν ισχυρή ζήτηση, ενώ τα αποθέματα έχουν πέσει σε χαμηλά επίπεδα. H Morgan Stanley καταλήγει ότι το brent θα παραμείνει κοντά στα επίπεδα των 88 δολ./βαρέλι στο πρώτο τρίμηνο του έτους, και θα κινηθεί στα 95 δολάρια το δεύτερο τρίμηνο και στα 100 δολάρια για όλο το δεύτερο εξάμηνο, πριν πέσει ελαφρώς στα 95 δολάρια το πρώτο τρίμηνο του 2023. Αντίστοιχες τιμές προβλέπει και για το WTI, όπου από τα 85 δολάρια το πρώτο τρίμηνο φέτος, οι τιμές θα ανέβουν περισσότερο στα 97,5 δολάρια μέχρι τέλος του έτους.

Από την πλευρά της η Goldman Sachs, μία από τις κορυφαίες επενδυτικές τράπεζες στον κόσμο, βλέπει τις τιμές του brent να ανεβαίνουν λόγω rebalancing μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στα 90 δολ./βαρέλι και να αγγίζουν τα 100 δολάρια το τρίτο τρίμηνο του 2022 λόγω του μεγάλου ελλείμματος αποθεμάτων και να φθάνουν ακόμη και τα 105 δολ./βαρέλι το 2023. Συνολικά, η Goldman Sachs ισχυρίζεται πως η αποκλιμάκωση των τιμών του πετρελαίου θα απαιτήσει χρόνο και δεν θα πραγματοποιηθεί νωρίτερα του 2023.

Θέματα πολιτικής – βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει μια «εργαλειοθήκη» μέτρων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι εθνικές κυβερνήσεις για να ανταποκριθούν στις αυξήσεις των τιμών χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η λειτουργία των αγορών χονδρικής της ΕΕ. Αυτό το σημείωμα του ACER αγγίζει μερικές επιλεγμένες πολιτικές που σχετίζονται με αυτήν την απάντηση, και συγκεκριμένα:

  • δυσανάλογες επιπτώσεις των υψηλών τιμών στους ευάλωτους καταναλωτές και τη δυνατότητα των κρατών μελών να το μετριάσουν βραχυπρόθεσμα χωρίς αδικαιολόγητη στρέβλωση των θεμελιωδών μηνυμάτων της αγοράς·
  • τη λειτουργία και το σκεπτικό του τρέχοντος σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ σε σχέση με τις τρέχουσες υψηλές τιμές·
  • ορισμένα ζητήματα που σχετίζονται με τη μελλοντική προμήθεια φυσικού αερίου, όπως πιθανή από κοινού αγορά στρατηγικών αποθεμάτων φυσικού αερίου καθώς και πιθανές υποχρεώσεις για αποθήκευση αερίου· και
  • μακροπρόθεσμες μεταβατικές τροχιές και η σύνδεση με την ολιστική πολιτική.

Η σημερινή συμπίεση των τιμών της ενέργειας είναι μια υπενθύμιση της μεγάλης εξάρτησης της Ευρώπης από το εισαγόμενο ορυκτό αέριο και της εγγενούς αστάθειας των παγκόσμιων αγορών βασικών εμπορευμάτων. Είναι επίσης μια υπενθύμιση ότι ένα καλά σχεδιασμένο μονοπάτι ενεργειακής μετάβασης στο μέλλον θα βασίζεται σε ολιστική πολιτική που στοχεύει τη ζήτηση εξίσου με την προσφορά, εστιάζοντας τόσο στο βραχυπρόθεσμο όσο και στο μακροπρόθεσμο. Ως εκ τούτου, η οδός μετάβασης της Ευρώπης πιθανότατα θα χρειαστεί να είναι μια πιο «διαχειριζόμενη μετάβαση» τα επόμενα χρόνια, με σημαντικό ρόλο τόσο της κυβέρνησης όσο και της ρυθμιστικής παρακολούθησης.

H πρόβλεψη του ΔΝΤ για την οικονομία

Σε πρόσφατη ανάλυσή του το ΔΝΤ, αναφέρει ότι καθώς η νέα παραλλαγή του Omicron COVID-19 εξαπλώνεται, οι χώρες επέβαλαν εκ νέου περιορισμούς κινητικότητας. Οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και οι διαταραχές του εφοδιασμού έχουν οδηγήσει σε υψηλότερο και ευρύτερο πληθωρισμό από ό,τι αναμενόταν, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η συνεχιζόμενη μείωση του κλάδου των ακινήτων της Κίνας και η βραδύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης έχουν επίσης περιορισμένες προοπτικές ανάπτυξης.

Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να μετριαστεί από 5,9 το 2021 σε 4,4 τοις εκατό το 2022 – μισή ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη για το 2022 από ό,τι στην Παγκόσμια Οικονομική Προοπτική του Οκτωβρίου (WEO), αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό τις προβλέψεις για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες. Μια αναθεωρημένη υπόθεση για την αφαίρεση του πακέτου Build Back Better δημοσιονομικής πολιτικής από τη γραμμή βάσης, η νωρίτερη απόσυρση των νομισματικών προσαρμογών και οι συνεχιζόμενες ελλείψεις εφοδιασμού προκάλεσαν αναθεώρηση προς τα κάτω κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Κίνα, οι διαταραχές που προκαλούνται από την πανδημία που σχετίζονται με την πολιτική μηδενικής ανοχής COVID-19 και το παρατεταμένο οικονομικό άγχος μεταξύ των κατασκευαστών ακινήτων προκάλεσαν υποβάθμιση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 3,8% το 2023. Αν και αυτό είναι 0,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι στην προηγούμενη πρόβλεψη,

Ο αυξημένος πληθωρισμός αναμένεται να διατηρηθεί για περισσότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί στο WEO του Οκτωβρίου, με τις συνεχιζόμενες διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις υψηλές τιμές ενέργειας να συνεχίζονται το 2022. Αν υποθέσουμε ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμείνουν καλά σταθερές, ο πληθωρισμός θα μειωθεί σταδιακά καθώς οι ανισορροπίες προσφοράς-ζήτησης μειώνονται το 2022 και η νομισματική πολιτική στις μεγάλες οικονομίες απαντά.

Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια βασική γραμμή κλίνουν προς τα κάτω. Η εμφάνιση νέων παραλλαγών του COVID-19 θα μπορούσε να παρατείνει την πανδημία και να προκαλέσει ανανεωμένες οικονομικές αναταραχές. Επιπλέον, οι διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού, η αστάθεια των τιμών της ενέργειας και οι τοπικές πιέσεις στους μισθούς σημαίνουν ότι η αβεβαιότητα γύρω από τον πληθωρισμό και τις πολιτικές πορείες είναι υψηλή. Καθώς οι προηγμένες οικονομίες αυξάνουν τα επιτόκια πολιτικής, ενδέχεται να προκύψουν κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις ροές κεφαλαίων, των νομισμάτων και των δημοσιονομικών θέσεων των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων οικονομιών —ειδικά με τα επίπεδα χρέους να έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Άλλοι παγκόσμιοι κίνδυνοι ενδέχεται να αποκρυσταλλωθούν καθώς οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν υψηλές και η συνεχιζόμενη κλιματική έκτακτη ανάγκη σημαίνει ότι η πιθανότητα μεγάλων φυσικών καταστροφών παραμένει αυξημένη.