Διαψεύδει εμπλοκή με θεσμούς για το επικουρικό το υπ. Εργασίας
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι διαβουλεύσεις για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να διαψεύδει ότι υπήρξε αναβολή όσον αφορά την κατάθεσή του στη Βουλή εξαιτίας επιπλέον απαιτήσεων από τους εκπροσώπους των θεσμών.
Οπως δηλώνει αποκλειστικά στην «Καθημερινή» ο αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνος Τσακλόγλου, «το ασφαλιστικό είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να υπονομεύεται με δηλώσεις-πυροτεχνήματα. Δυστυχώς για τη χώρα και τους νέους μας, η αξιωματική αντιπολίτευση για ακόμα μία φορά επιλέγει τον δρόμο της ανευθυνότητας καθώς στερείται ουσιαστικής πρότασης. Ο κυβερνητικός προγραμματισμός για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά εξελίσσεται ομαλά. Την επόμενη Τρίτη 13/7 ολοκληρώνεται η διαβούλευση και το νομοσχέδιο οδηγείται στη Βουλή για συζήτηση και ψήφιση. Ολα τα υπόλοιπα είναι για το θεαθήναι».
Αλλά και ο υπουργός Εργασίας με δηλώσεις του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ επεσήμανε ότι «ούτε οι δανειστές ζητάνε πρόσθετο φόρο, ούτε θα υπάρξει αναβολή του νομοσχεδίου. Απορώ πραγματικά πώς εμπλεκόμαστε ως πολιτικό σύστημα σε μια τέτοια συζήτηση, η οποία είναι κωμικοτραγική και εκτός τόπου και χρόνου».
Ο κ. Χατζηδάκης επανέλαβε το χρονοδιάγραμμα μέχρι την ψήφιση του σχετικού νόμου:
• Την επόμενη εβδομάδα ολοκληρώνεται η ηλεκτρονική διαβούλευση του νομοσχεδίου, μαζί με τη διαβούλευση με τους φορείς η οποία προχωρεί παράλληλα.
• Αμέσως μετά θα προχωρήσει η επεξεργασία των σχετικών παρατηρήσεων.
• Πριν από το κλείσιμο της Βουλής, το οποίο σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη θα πραγματοποιηθεί μία εβδομάδα νωρίτερα απ’ ό,τι αρχικά είχε προγραμματιστεί, το νομοσχέδιο θα κατατεθεί για συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή.
• Αμέσως μετά την επαναλειτουργία της Βουλής, το νομοσχέδιο θα συζητηθεί και στην Ολομέλεια.
Ειδικά όσον αφορά πληροφορίες που θέλουν τους θεσμούς να ζητούν την επιβολή πρόσθετου φόρου για το ασφαλιστικό, ο κ. Χατζηδάκης τόνισε: «Εκανε συνάντηση μαζί τους ο κ. Τσακλόγλου, δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο». Παράλληλα, σύμφωνα με τον υπουργό, δεν αλλάζει τίποτα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό. Το νέο σύστημα, το οποίο ισχύει στη Σουηδία, την Ολλανδία, τη Δανία και σε άλλες προηγμένες χώρες, έχει δύο χαρακτηριστικά:
Πρώτον, τον ατομικό κουμπαρά: αντί να βάζουν οι ασφαλισμένοι τις εισφορές τους σε έναν γενικό κορβανά, θα βλέπουν πώς εξελίσσεται η σύνταξή τους, θα επιλέγουν το συνταξιοδοτικό τους προφίλ, αν θέλουν να είναι συντηρητικό, ισορροπημένο ή επιθετικό, και με αυτόν τον τρόπο αποκτούν έναν έλεγχο πάνω στη σύνταξή τους.
Και δεύτερον, με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία τα νέα παιδιά θα πάρουν μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις.
Την ερχόμενη εβδομάδα πάντως, το ύψος του χρηματοδοτικού κενού που αναμένεται να δημιουργεί κατά τη μετάβαση από το παλαιό σύστημα στο νέο θα ξανατεθεί στο μικροσκόπιο των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών που βρίσκονται στη χώρα μας στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων μεταμνημονιακών αξιολογήσεων. Στο τραπέζι, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται επίσης ο τρόπος κάλυψής του, με το υπουργείο Εργασίας να προκρίνει τελικά τη λύση της απευθείας κάλυψης από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι τον ασφαλιστικό κουμπαρά «ΑΚΑΓΕ», αλλά και το υψηλό διοικητικό και διαχειριστικό κόστος κατά τα πρώτα πέντε χρόνια λειτουργίας του νέου ταμείου, που και αυτό σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα καλυφθεί από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Εργασίας.
Οπως αποκάλυψε η «Κ», οι θεσμοί δέχονται πως τα πρώτα 20 χρόνια δεν φαίνεται να προκύπτει ζήτημα ως προς το κόστος μετάβασης, ωστόσο παραμένουν σημεία στα οποία υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις τόσο για το σωρευτικό κόστος όσο και τις επιπτώσεις που προκαλεί αυτό το κόστος στο δημόσιο χρέος. Στις συζητήσεις πάντως που έχουν διεξαχθεί, η ελληνική πλευρά έχει υποστηρίξει ότι η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την περίοδο αναφοράς (2022-2070) είναι ίση με 120 εκατ. ευρώ ή, σωρευτικά, 6 δισ. έως το 2070.
Και αυτό γιατί εκτιμά πως οι απώλειες εσόδων του «παλιού» ταμείου επικουρικής ασφάλισης θα αντισταθμιστούν από τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρη στη μεταρρύθμιση: Αύξηση εγχώριων επενδύσεων κατά 0,6% ΑΕΠ μεσοσταθμικά την περίοδο 2022-2070, ενίσχυση της απασχόλησης (+0,4% το 2070) και αύξηση ΑΕΠ 6%-7% το 2070.