Ανάπτυξη 1,9% για φέτος και 2,1% το 2020 προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος

Την πρόβλεψη ότι η ανάπτυξη θα περιοριστεί στο 1,9% φέτος, για να αυξηθεί ελαφρώς στο 2,1% το 2020 και στο 2,2% το 2021, και ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5%, εξαιτίας των μέτρων που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή («13η σύνταξη», μειώσεις ΦΠΑ, ρυθμίσεις οφειλών σε έως 120 δόσεις) κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2018-2019, η οποία υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση και στο Υπουργικό Συμβούλιο.

H ΤτΕ εκτιμά ότι το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα, «με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία», θα είναι 0,6% του ΑΕΠ χαμηλότερο από τον στόχο, δηλαδή διαφαίνεται δημοσιονομικό κενό 1,1 δισ. ευρώ περίπου, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι 0,4 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερη σε σύγκριση με την επί τα χείρω αναθεωρημένη τελευταία πρόβλεψη της απερχόμενης κυβέρνησης (2,3%).

Όσον αφορά στον τραπεζικό τομέα, η έκθεση υπογραμμίζει ότι «η κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους και προβλέψεις παραμένει αδύναμη, όπως φαίνεται τόσο από τα αποτελέσματα του 2018 όσο και από τα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το α’ τρίμηνο του 2019». Εντούτοις, όσον αφορά στην κεφαλαιακή επάρκειά τους, «τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα (14,9% και 15,5% αντίστοιχα για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες στο τέλος του α’ τριμήνου του 2019)».

Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει ότι «σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, η δημοσιονομική επίπτωση των πρόσφατων επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων ξεπερνά το 1,0% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη» και προσθέτει: «Συνεπώς, η υιοθέτηση των επεκτατικών μέτρων δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επαναξιολογήσει την επίδραση των μέτρων το φθινόπωρο του 2019. Επιπλέον δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το 2020 και το 2021 συνδέονται με την κατάργηση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου ορίου στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και των αντισταθμιστικών του μέτρων».

Επιπλέον, η κεντρική τράπεζα τονίζει την ανάγκη να προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις, ώστε να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλιστεί η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, καθώς και να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, «οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια», και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, «καθώς αυτές ενθαρρύνουν την ανάληψη πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων».

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις εξαγωγές. «Η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί ελαφρώς το τρέχον έτος και ότι θα αυξηθεί με ήπιους ρυθμούς την επόμενη διετία, στηριζόμενη στη σταδιακή βελτίωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της αύξησης της απασχόλησης και των αμοιβών. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα έχουν θετική συμβολή στην ανάπτυξη, καθώς θα ενισχύεται σταδιακά η εμπιστοσύνη και θα αποκαθίσταται η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος», συμπληρώνει ο κεντρικός τραπεζίτης.

Παράλληλα, στις 160 σελίδες της έκθεσης τονίζεται ότι η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, ενώ σημαντικοί κίνδυνοι προέρχονται τόσο από το εγχώριο περιβάλλον, που σχετίζονται με την οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή και την ακύρωσή τους, όσο και από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων.

Η ΤτΕ σχολιάζει θετικά την αντίδραση των αγορών τις τελευταίες εβδομάδες, «με τη μεγάλη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων», σημειώνοντας πως «είναι ένας καλός οιωνός για το μέλλον, αρκεί βεβαίως οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί να επιβεβαιωθούν από έγκαιρες κινήσεις στην οικονομική πολιτική, που αφορούν το επενδυτικό κλίμα».

Για ακόμα μία φορά η κεντρική τράπεζα χτυπά καμπανάκι για τους σημαντικούς κίνδυνους που υπάρχουν στον δημοσιονομικό τομέα «λόγω των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων». Σημειώνει, ωστόσο, ότι «από την άλλη πλευρά, η ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους, οι οποίοι θα διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, επιταχύνοντας την οικονομική δραστηριότητα».

Υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων

 

Η έκθεση διαπιστώνει ότι «οι τράπεζες σημείωσαν πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ειδικότερα, στο τέλος Μαρτίου 2019 τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 80 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το α’ τρίμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 0,9 δισεκ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 0,8 δισεκ. ευρώ, ενώ σημαντικού ύψους πωλήσεις ΜΕΔ έχουν ήδη δρομολογηθεί για να υλοποιηθούν εντός του έτους. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (45,2%). Γενικά, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες. Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη ρύθμιση. Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων ρυθμίσεων».

Ο κ. Στουρνάρας σχολιάζει ότι όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, «στόχος είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Συνολικά, έχει συντελεστεί πρόοδος ως προς τη μείωση του ποσοστού των ΜΕΔ, ωστόσο οι ρυθμοί μείωσης δεν αρκούν ώστε να επιτευχθεί σύντομα σύγκλιση του δείκτη ΜΕΔ προς τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 διαμορφώθηκε σε 3,2%. Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι απαιτείται μια αποφασιστική και συστημική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει σχετική συστημική πρόταση. Το Υπουργείο Οικονομικών έχει επίσης καταθέσει πρόταση για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων».

 

Προκλήσεις

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση είναι:

Το πολύ υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να καθυστερεί την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.
Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα όμως βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε τοEurogroupτον Ιούνιο του 2018) δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ακόμη πιο έντονη όταν συνοδεύεται από πολύ υψηλή φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) και περικοπές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανάκαμψης και την αύξηση της παραοικονομίας.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να είναι αρνητικό και συνεχίζει να τροφοδοτεί την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας.
Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το μεγάλο ποσοστό ανεργίας των νέων και το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες, θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και οδηγούν σε απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Η δημογραφική κρίση, που οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού και στη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού και χαμηλότερη δυνητική ανάπτυξη, αυξάνοντας τους κινδύνους για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών.
Η υψηλή εισοδηματική ανισότητα σε συνδυασμό με την περιορισμένη επίδραση των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας (15,83% το 2017 στην Ελλάδα, σε σχέση με 33,98% στην ΕΕ). Η παγκοσμιοποίηση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι δημογραφικές αλλαγές και η κλιματική αλλαγή δημιουργούν νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και τις κοινωνικές ανισότητες. Παρότι το κράτος παρεμβαίνει μέσω της κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής για να διασφαλίζει την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες, τα έως τώρα αποτελέσματα δεν κρίνονται επαρκή.
Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή διείσδυση σε ευρυζωνικές επικοινωνίες υψηλής ταχύτητας και περιορισμένες βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα για το 2019 κατατάσσεται 26η μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού αναλφαβητισμού και εγκλωβισμό σε μόνιμα χαμηλή παραγωγικότητα.
Η πολυετής ύφεση έχει αφήσει ένα εξαιρετικά μεγάλο επενδυτικό κενό, το οποίο ενδέχεται να υποβαθμίσει σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας (σε σταθερές τιμές 2010), συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών, υποχώρησε κατά 67,4 δισεκ. ευρώ μεταξύ 2010 και 2016.
Χωρίς να αγνοήσουμε τις συνέπειες της σχετικά χαμηλής εγχώριας ζήτησης και τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικά υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού σε σύγκριση με αυτά που επικρατούν στις άλλες χώρες της ευρωζώνης, το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τις επενδύσεις. Αυτό οφείλεται στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, στην εκτεταμένη γραφειοκρατία και πολυνομία, στην ανασφάλεια δικαίου και τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης και γενικότερα στην ύπαρξη εμποδίων και προσκομμάτων που αποδεδειγμένα παρεμποδίζουν την υλοποίηση επενδύσεων, επιδεινώνοντας εν τέλει το επιχειρηματικό κλίμα. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα όχι μόνο είναι χαμηλή σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά και υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν (easeofdoing business) της Παγκόσμιας Τράπεζας (Οκτώβριος 2018), το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Οκτώβριος 2018), αλλά και με βάση την παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2019 του IMD World Competitiveness Center.
Τέλος, η κλιματική αλλαγή απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπισή της. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ενεργό ρόλο στον τομέα αυτό μέσω της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ).

 

Αναγκαίες προτεραιότητες

 

Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, προτεραιότητα την επόμενη περίοδο θα πρέπει να δοθεί, όπως τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ, στις ακόλουθες πολιτικές, που έχουν ως στόχο τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις:

Απαιτείται δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), με ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών, ώστε να αυξηθεί η τραπεζική χρηματοδότηση και να ανακάμψουν οι επενδύσεις.
Είναι ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Δηλαδή θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε μεγαλύτερο βαθμό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές και η εναλλακτική χρηματοδότηση (π.χ. τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες ομολογίες κ.λπ.). Σημαντική ώθηση στις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης μπορεί να δοθεί μεσοπρόθεσμα και από την υλοποίηση της ένωσης κεφαλαιαγορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Απαιτείται μια πιο επιθετική πολιτική προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί να καλύψει τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης. Για να προσελκύσει η χώρα περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες ενεργοποιούν και πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις, και να δοθεί έμφαση στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού, ρυθμιστικού και θεσμικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και το υψηλό κόστος δανεισμού, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων που αφορούν τις διεθνείς πληρωμές και τη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό.
Πρέπει επίσης να ισχυροποιηθεί η ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών και να ενισχυθεί το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, οι χώρες με ισχυρούς, ανεξάρτητους θεσμούς και ισχυρό κράτος δικαίου που εμπνέει σεβασμό επιτυγχάνουν υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, καθώς διευκολύνονται οι επενδύσεις σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Παρεμβάσεις στη δημόσια διοίκηση, στη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών και ιδιαίτερα στη δικαιοσύνη δεν συνάδουν με ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.
Είναι καταλυτικής σημασίας όχι μόνο να μην σημειώνεται οπισθοδρόμηση και να ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά να ενισχύονται εκείνες που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει τα κίνητρα για καινοτομία και νέες επενδύσεις, οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα και απασχόληση και βελτιώνει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και να υιοθετηθεί ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος, αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα έσοδα από τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Είναι αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, στη βελτίωση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω μιας σύγχρονης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης, στην αύξηση των δημόσιων επενδύσεων που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και στην εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλες τις επιχειρήσεις και φορείς της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου τομέα γενικότερα, από ένα μέγεθος και πάνω. Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα βελτιστοποιούν το σύνολο των εθνικών πόρων, δηλ. το άθροισμα των δημόσιων και ιδιωτικών, και προσφέρουν λύσεις ακόμη και σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση και η υγεία, αυξάνοντας και όχι μειώνοντας τους διαθέσιμους πόρους για τους πολίτες και βελτιώνοντας το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ευρωπαϊκές χώρες με ιδιαίτερα ενισχυμένο κράτος πρόνοιας, όπως οι σκανδιναβικές, είναι αυτές στις οποίες κατ’ εξοχήν βρίσκουν εφαρμογή τέτοια σχήματα στην κοινωνική ασφάλιση και στην υγεία, όπου οι ιδιωτικοί πόροι συμπληρώνουν τους δημόσιους και ο ιδιωτικός τομέας εποπτεύεται, ελέγχεται και αδειοδοτείται από το Δημόσιο για τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Πρέπει να ενισχυθεί το «τρίγωνο της γνώσης», δηλ. η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων. Κάτι τέτοιο συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης και του μεριδίου του κλάδου των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών (ΤΠΕ) στο ΑΕΠ. Συνολικά, η ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης θα οδηγήσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, στην αύξηση του αποθέματος γνώσης και παραγωγικού κεφαλαίου, στην ανάπτυξη εξωστρεφών κλάδων και γενικότερα στην προώθηση της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης.
Τέλος, προϋπόθεση για την επίτευξη των πολιτικών που περιγράφηκαν παραπάνω είναι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, με τον ανασχεδιασμό διαδικασιών και αρμοδιοτήτων, την ψηφιοποίηση και την αξιολόγηση και αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού και των υποδομών της.